Το MeinKampf του Χίτλερ είναι μια σύνθεση από αφόρητα απλοϊκές σκέψεις και ατέλειωτες επαναλήψεις οι οποίες διατυπώνονται μ’ ένα τρόπο που προσβάλλουν βάναυσα τη λογική.
Ένα χάος από εξωραϊσμένες παιδικές και νεανικές αναμνήσεις, κοινοτοπίες, άσχημα αφομοιωμένες επιδερμικές αναγνώσεις και ακούσματα ενός αμόρφωτου, ανεπάγγελτου και αποτυχημένου αυστρογερμανού χωρικού,
που η παρουσίασή τους με τη μορφή βιβλίου δεν θα είχε καμιά ελπίδα να επηρεάσει οποιονδήποτε εκτός από τον (καθ’ υπαγόρευση) συγγραφέα του, εάν μια απρόσμενη ιστορική συγκυρία που είχε ανάγκη από μίσος, δεν το καθιστούσε «εργαλείο της ιστορίας».
Πυρηνικό στοιχείο του MeinKampf είναι το μίσος που διαπερνά όλες τις σελίδες του. Ένα μίσος που, όταν καταλάβει την εξουσία, θα μετασχηματιστεί σε κινητήρια δύναμη η οποία θα οδηγήσει τον γερμανικό λαό και την ανθρωπότητα στη χειρότερη πολεμική καταστροφή της ιστορίας, μέσα από ένα δρόμο σπαρμένο με πτώματα.
Ο Χίτλερ μπορεί να επικριθεί, να αποδοκιμαστεί και να καταδικαστεί για οτιδήποτε εκτός από το ότι δεν προειδοποίησε την ανθρωπότητα για τα ανθρωποθυσιαστικά του σχέδια. Γιατί στο MeinKampf υπάρχουν τα πάντα: Η κατάργηση της δημοκρατίας. Η επιβολή της δικτατορίας. Το μίσος κατά της Γαλλίας. Η κατάκτηση της ηπειρωτικής Ευρώπης. Η εκστρατεία στην Ανατολή, Το φυλετικό μίσος. Η εξόντωση των Εβραίων. Η κυριαρχία της «ανώτερης φυλής». Η δουλοποίηση των «κατώτερων φυλών».
Όλα αυτά, που εκτίθενται ως στόχοι του μελλοντικού υποψήφιου Φίρερμε ανατριχιαστική σαφήνεια και κυνικότητα, στην αρχή αντιμετωπίστηκαν από τους πολιτικούς και την κοινή γνώμη ως«παραλήρημα ενός φανατικού» που θα έπρεπε να αποτελεί αντικείμενο ψυχιατρικής και όχι πολιτικής αποτίμησης. Αλλά, όταν μερικά χρόνια αργότερα αυτό το «παραλήρημα» επενδύθηκε με δύναμη ικανή να επιτρέψει την εφαρμογή του, η ανθρωπότητα κλήθηκε να πληρώσει ένα βαρύτατο τίμημα για την εθελοτυφλία και την κωφότητά της.
Εάν οι πολιτικοί, οι επιχειρηματίες, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης και οι λαοί στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ είχαν κάνει τον κόπο να διαβάσουν το MeinKampf τα πρώτα χρόνια της έκδοσής του (1925-1932), θα είχαν βρει σ’ αυτό όλες τις λεπτομέρειες της τραγωδίας που χρειάστηκε να βιώσουμε στην σκοτεινή περίοδο 1933-1945.
Γιατί πέρα από οποιαδήποτε φιλολογική, πολιτική ή κοινωνιολογική ερμηνεία, το MeinKampf είναι η πρώτη στην ιστορία εκ των προτέρων καταγραφή και δημοσιοποίηση του σχεδίου ενός εφιαλτικού μαζικού εγκλήματος εκ προμελέτης, απέναντι στην οποία τα δυνάμει θύματά του αντέδρασαν με μια ανερμήνευτη και ασυγχώρητη ελαφρότητα.
Η άποψη ότι η επιβολή του Χίτλερ ήταν αποτέλεσμα της «μοιραίας και δαιμονικής προσωπικότητάς του» έχει απορριφθεί από το μεγαλύτερο μέρος των ιστορικών. Ο ναζισμός ως μέθοδος κατάληψης και τρόπος οργάνωσης και άσκησης της εξουσίας δεν μπορεί να αποδοθεί στις υπερφυσικές ιδιότητες ενός «πνεύματος του κακού» ούτε να αγνοείται ως «θλιβερό ατύχημα» της ιστορίας.
Γιατί, όπως υποστηρίζει ο φιλόσοφος Κάρλ Γιάσπερς (Karl Jaspers), μέσα από την ιστορία του Χίτλερ και του ναζισμού βγαίνει το δίδαγμα ότι «όλα αυτά ήταν δυνατό να γίνουν. Και πάντα θα είναι δυνατό».
Αδόλφος Χίτλερ: Χρονολόγιο
1889. Ο Αδόλφος Χίτλερ γεννήθηκε στο Μπράουναου, ένα μικρό χωριό στα βόρεια σύνορα τις Αυστρίας. Ήταν το τέταρτο από τα έξι παιδιά του τελωνειακού υπάλληλου Αλόισιου Χίτλερ και της τρίτης γυναίκας του (και ανιψιάς του) Κλάρας Χίτλερ.
To 1876, ο Αλόισιος Χίτλερ άλλαξε το οικογενειακό του επώνυμο από Σίκλγκρουμπερ (Schicklgruber) σεΧίτλερ: Ο Αλόισιος θεωρούταν εξώγαμο παιδί της Άννας Μαρίας Σίκλγκρουμπερκαι του μυλωνά Γιόχαν Γκέοργκ Χίντλερ (Johann Georg Hiedler), ο οποίος ποτέ δεν τον αναγνώρισε ως παιδί του. Η τροποποίηση του Χίντλερ σε Χίτλερ οφείλεται σε ορθογραφικό λάθος του υπαλλήλου που κατέγραψε το νέο επώνυμο του Αλόισιου.
Το 1938, με διαταγή του Χίτλερ, καταστράφηκαν ολοσχερώς τα χωριά των γονέων του (το Ντόλερσχαϊμ και το Στρόνες στη βορειοδυτική Αυστρία), προκειμένου να καταστεί αδύνατη οποιαδήποτε έρευνα για το γενεαλογικό του δέντρο.
1901 (12 ετών). Ο Αδόλφος Χίτλερ μένει στην ίδια τάξη «λόγω τεμπελιάς»
1903 (13 ετών). Πεθαίνει ο πατέρας του.
1906 (16 ετών). Εγκαταλείπει το σχολείο. Στο Mein Kampf, εξωραΐζειτην τεμπελιά και τις αποτυχίες του ως αποτέλεσμα της «επανάστασης εναντίον του αυταρχικού πατέρα» του, παρά το γεγονός ότι ο πατέρας του πέθανε όταν ο Χίτλερ ήταν 13 χρονών και, συνεπώς, δεν μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο στα σχέδιά του.
1907 (17 ετών). Πρώτη αποτυχημένη προσπάθειά του να γίνει δεκτός ως σπουδαστής στην Ακαδημία των καλών τεχνών της Βιέννης. Θάνατος της μητέρας του από καρκίνο.
1908 (18 ετών). Δεύτερη αποτυχημένη προσπάθειά. Η Ακαδημία απορρίπτει την αίτηση του. Εκτοτε, δεν προσπάθησε να αποκτήσει ένα επάγγελμα ή να μάθει μια τέχνη και η ζωή του είναι τυπική ζωή ενός ανεπάγγελτου ημιμαθή που ζούσε στηριγμένος σε ένα μικρό επίδομα και ευκαιριακές πρόχειρες δουλειές,διακατεχόμενος από την ιδέα της παραγνωρισμένης και αδικημένης μεγαλοφυΐας (σύνδρομο τυπικό σε όλες τις περιπτώσεις των εξουσιοφρενών), μέχρι την είσοδό του στην πολιτική.
1909 (19 ετών). Εγκαθίσταται στη Βιέννη. Εκεί έρχεται σε επαφή με τις ρατσιστικές θεωρίες του Jörg Lanz von Liebenfels, τις αντισημιτικές ιδέες του Georg Ritter von Schonerer (που ήταν Fuhrer τουΠαγγερμανικού Κινήματος) και του δήμαρχου της Βιέννης Karl Lueger.Υπό την επίδρασή τους διαμορφώνεται η ιδέα της «ανώτερης φυλής» (Herrenrasse) που αργότερα θα αποτελέσει πυρηνικό στοιχείο της ιδεολογίας του Χίτλερ, παρόλο που ο ίδιος δεν αναφέρθηκε ποτέ στα πολιτικά του πρότυπα.
1909 (19 ετών). Καταλήγει σε ένα ίδρυμα αστέγων(Meldemannstraße) και βγάζει λίγα χρήματα πουλώντας πίνακές του στους δρόμους της Βιέννης.
1913 (23 ετών). Κληρονομεί τα περιουσιακά στοιχεία του πατέρα του και εγκαθίσταται στο Μόναχο. Διαβάζει τα έργα του ρατσιστή Χιούστον Στούαρτ Τσάμπερλεν (Houston Stewart Chamberlain).
1914 (24 ετών). Ο Χίτλερ αποφεύγει να υπηρετήσει τη θητεία του στον αυστριακό στρατό (δηλώνοντας έτσι την αντίθεσή του στον αυστροουγγρικό πολυεθνικισμό) και κατατάσσεται ως εθελοντής στο γερμανικό στρατό (16-8-1914).
1914-1918 (24-28 ετών). Υπηρετεί ως υποδεκανέας στο σύνταγμα Λιστ στο δυτικό μέτωπο. Τραυματίζεται και παρασημοφορείται δύο φορές (1914 και 1918). Η έρευνα στα αρχεία του στρατιωτικού νοσοκομείου της πόλης Πάζεβαλκ της Πομερανίας όπου μεταφέρθηκε αποδεικνύει ότι ο δεύτερος τραυματισμός του το 1918 (που είχε ως συνέπεια μια προσωρινή του τύφλωσή) δεν ήταν τραυματισμός αλλά τυπική εκδήλωση υστερικής τύφλωσης καισύμφωνα με τη διάγνωση του ψυχιάτρου του στρατιωτικού νοσοκομείο ο Χίτλερ«είναι ψυχοπαθής, απολύτως ακατάλληλος για ηγετικά αξιώματα». (ενώ ο ίδιος, υποστηρίζει στο MeinKampf ότι η απώλεια της όρασή του οφείλεται στα αέρια που χρησιμοποιούσε ο εχθρός).
1918 (28 ετών): Ο πόλεμος τελειώνει με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Στη Γερμανία εγκαθιδρύεται η Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ο Χίτλερ αρνιέται να συμβιβαστεί με την ιδέα της ήττας της Γερμανίας (την οποία απέδιδε στους Εβραίους, τους Μαρξιστές και τους ειρηνόφιλους) και με την μεταπολεμική οργάνωση της χώρας σε δημοκρατικές βάσεις (με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης).
1919 (29 ετών). Επιστρέφει στο στρατόπεδό του στο Μόναχο και προσπαθεί να παραμείνει στο στρατό.
Κατά την εξέγερση που ξεσπά στη Βαυαρία μετά τη δολοφονία του σοσιαλιστή ηγέτη Κουρτ Άισνερ (Kurt Eisner), παραμένει στο περιθώριο, αναμένοντας τις εξελίξεις. Μετά τη συντριβή του επαναστατικού καθεστώτος, προσλαμβάνεται ως έμμισθος πληροφοριοδότης από τη μυστική υπηρεσία του στρατού. Γνωρίζει ανθρώπους σαν τον λοχαγό Ερνστ Ρεμ (Ernst Rohm), που θεωρούν τον Χίτλερ χρήσιμο για την εξάπλωση της εθνικιστικής ιδεολογίας.
Στις 19 Οκτωβρίου 1919 γίνεται μέλος -με την άδεια των προϊσταμένων του- του «Γερμανικού Εργατικού Κόμματος» (DAP) που είχε ιδρυθεί από τον εργάτη Άντον Ντρέξλερ (Anton Drexler) και είχε ως άξονές του την ξενοφοβία, τον ρατσισμό και τον αντισημιτισμό.
1920 (30 ετών). Απολύεται από το στρατό. Προσλαμβάνεται ως κομματικό στέλεχος στο DAP (που, εν συνεχεία, θα μετονομαστεί σε«Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα», NSDAP) και συμμετέχει στη διαμόρφωση του προγράμματός του, επιβάλλοντας ένα«Πρόγραμμα 25 Σημείων» που αποσκοπούσε στον προσεταιρισμό των εργαζομένων (καλλιεργώντας το μίσος εναντίον των «διεθνών εκμεταλλευτών του γερμανικού λαού» και του κοινοβουλευτισμού).
1921 (31 ετών). Χάρη στην ικανότητά του στις μηχανορραφίες, εξαναγκάζει σε παραίτηση την ηγεσία του NSDAP, αναλαμβάνει την προεδρία του, καταργεί τη λήψη αποφάσεων με ψηφοφορία και επιβάλλει τη θεσμοποίηση της αρχής της τυφλής υπακοής στον Ηγέτη (Φίρερ).
1923 (33 ετών). Ο Χίτλερ σχεδιάζει ένα πραξικόπημα για τις 9 Νοεμβρίου 1923, με εργαλείο το NSDAP και την υποστήριξη μιας στρατιωτικής κλίκας υπό τον στρατηγό Λούντεντορφ (Ludendorff). Tο «πραξικόπημα», οπερετικό στη σύλληψη και την οργάνωσή του (που θα περάσει στην ιστορία ως «πραξικόπημα της μπυραρίας») έχει ως αποτέλεσμα να μη συμβεί απολύτως τίποτα στις 9/11/1923, εκτός από συλλήψεις ορισμένων στελεχών του NSDAP και του ίδιου του Χίτλερ.
1924 (34 ετών). Το Φεβρουάριο του 1924, ο Χίτλερ καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης 5 ετών. Αργότερα, η ποινή θα περιοριστεί σε 12 μήνες από τους οποίους ο Χίτλερ θα εκτίσει τους 10 και θα απολυθεί στο τέλος του ίδιου χρόνου. Πολλοί συνεργάτες του Χίτλερ αθωώνονται (μεταξύ αυτών και ο στρατηγός Lunderdorff).
1924 (34 ετών). Κρατούμενος στο βαυαρικές φυλακές του Λάντσμπεργκ, ο Χίτλερ υπαγορεύει στον συγκρατούμενό του Ρούντολφ Ες τον πρώτο τόμο μιας αυτοβιογραφίας του που έμελλε να περάσει στην ιστορία με τον τίτλο MeinKampf.
1925 (35 ετών). Εκδίδεται ο πρώτος τόμος του MeinKampf από το ναζιστικό εκδοτικό οίκο «Εκδόσεις Εερ» που διεύθυνε ο Μαξ Άμαν, στον οποίο οφείλεται και ο τελικός τίτλος του βιβλίου (ο Άμαν επέβαλε τον τίτλο MeinKampf αντί του αρχικού, πομπώδους και αντιεμπορικού, τίτλου που επέλεξε ο ίδιος ο Χίτλερ «Τεσσεράμισι χρόνια αγώνας εναντίον ψεμάτων, βλακείας και δειλίας»). Ο πρώτος τόμος, είχε περίπου 400 σελίδες, διατιμήθηκε 12 μάρκα (το διπλάσιο της τιμής των περισσότερων βιβλίων που πουλιόνταν στην Γερμανία τότε) και δεν σημείωσε καμιά εμπορική επιτυχία.
Ο Χίτλερ αποποιείται την αυστριακή υπηκοότητα και επανιδρύει το NSDAP, με σκοπό να κατακτήσει την εξουσία με νόμιμα μέσα.
1926 (36 ετών). Ο Χίτλερ συμπληρώνει τον δεύτερο τόμο του MeinKampf στο Μπερχτεσγκάντεν.
1927-1932 (37-42 ετών). Αναδιοργανώνει το NSDAP και οργανώνει τις σχέσεις του με ηγετικούς κύκλους της οικονομίας (που επιδιώκουν επιχειρηματικό κλίμα κατάλληλο για υψηλά κέρδη και προσδοκούν σε επαναλειτουργία της πολεμικής βιομηχανίας), της πολιτικής (που φοβούνται την άνοδο της επιρροής της αριστεράς και επιδιώκουν πολιτική σταθερότητα) και του στρατού (που επιθυμούν διακαώς την ακύρωση της Συνθήκης των Βερσαλλιών και την αποκατάσταση του στρατού).
1932 (42 ετών). Αποκτά τη γερμανική υπηκοότητα, πράγμα που του επιτρέπει να βάλει υποψηφιότητα στις εκλογές του 1932.
1933 (43 ετών). Στις 30 Ιανουαρίου 1933 ο Χίτλερ διορίζεταικαγκελάριος της Γερμανίας.
Στις 27 Φεβρουαρίου 1933, πράκτορες του NSDAP πυρπολούν το κοινοβούλιο (Ράιχσταγκ), με στόχο την ενοχοποίηση και τη συντριβή της αριστεράς (Σοσιαλδημοκράτες, Κομμουνιστές και συνδικάτα). Με δικαιολογία την πυρκαγιά του Ράιχσταγκ, ο Χίτλερ αποσπά από τον πρόεδρο Χίντενμπουργκ Αναγκαστικό Διάταγμα που επιτρέπει στον Χίτλερ να καταργήσει τα όλα τα πολιτικά δικαιώματα των πολιτών. Και αμέσως μεθοδεύει τη θέσπιση του λεγόμενου Εξουσιοδοτικού Νόμου(Ermachtigungsgesetz ή «νόμος αποτροπής κινδύνου για το λαό και το Ράιχ»), ο οποίος παραχωρεί στην κυβέρνηση όλη την νομοθετική εξουσία. Δεδομένου ότι ο Χίτλερ δεν διαθέτει την αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 στη βουλή που απαιτείται για την ψήφιση αυτού του νόμου, εκμεταλλεύεται την προσωρινή εξουσία του που απέκτησε με το Αναγκαστικό Διάταγμα και διατάζει τη σύλληψη όλων των βουλευτών του Κομμουνιστικού Κόμματος,KPD (81 άτομα) και πολλών βουλευτών του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, SPD. Έτσι,
Στις 24 Μαρτίου 1933, κατά την κρίσιμη ψηφοφορία για τονΕξουσιοδοτικό Νόμο, με θετική ψήφο όλων των κομμάτων (και αρνητική των βουλευτών του SPD που δεν συνελήφθησαν), η νομοθετική εξουσία παραχωρείται εξ’ ολοκλήρου στη χιτλερική κυβέρνηση και ανοίγει η αυλαία της ναζιστικής δικτατορίας του Τρίτου Ράιχ.
1934 (44 ετών). Στις 1 Ιουλίου 1933, ο Χίτλερ καθιερώνει τη «Δωρεά για τον Αδόλφο Χίτλερ της γερμανικής οικονομίας» (Adolf-Hitler-Spende der deutschen Wirtschaft): Όλες οι επιχειρήσεις είναι υποχρεωμένες να πληρώνουν ένα συγκεκριμένο ποσοστό από τα κέρδη τους στο NSDAP. Έτσι, στα επόμενα 11 χρόνια, ο Χίτλερ και το NSPAD δεν θα αντιμετωπίσουν κανένα οικονομικό πρόβλημα (μέχρι το 1945 συγκεντρώθηκαν περίπου 700 εκατομμύρια Μάρκα).
1934 (44 ετών). Στις 30 Ιουνίου 1934, δολοφονούνται με διαταγή του Χίτλερ περίπου 200 πολιτικοί του αντίπαλοι, μεταξύ των οποίων η ηγεσία των ναζιστικών SA(Τάγματα Εφόδου) και ο επικεφαλής τουςΕρνστ Ρεμ και άλλοι εξωκομματικοί παράγοντες (όπως, ο πρώην στρατηγός και καγκελάριος φον Σλάιχερ). Η επιχείρηση, που είναι γνωστή ως «η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών» ή «το πραξικόπημα του Ρεμ», έγινε με τη συνδυασμένη δράση του αρχηγού των SS Χάινριχ Χίμλερ και του Χέρμαν Γκέρινγκ που έχουν κάθε λόγο να εξουδετερώσουν τον Ρεμ, ομογάλακτο αλλά αντίπαλό τους στο εσωτερικό της ναζιστικής κλίκας. Στις 2 Αυγούστου 1934 πεθαίνει ο πρόεδρος Χίντενμπουργκ.
1935 (45 ετών). Ο γερμανικός στρατός μετονομάζεται από Reichswehrσε Wehrmacht και ορκίζεται πίστη στον Χίτλερ, ο οποίος από εδώ και εμπρός θα είναι και πρόεδρος του κράτους και θα φέρει τον τίτλο«Ηγέτης και Καγκελάριος» (Fuhrer und Reichskanzler).
1938 (48 ετών). Ο Χίτλερ αναλαμβάνει και την αρχηγία του στρατού. Ο δρόμος για την εφαρμογή των σχεδίων που περιγράφονται στο MeinKampf είναι ανοικτός.
1938 (48 ετών). Τα μέτρα εναντίον των Εβραίων κορυφώνονται τηΝύχτα των Κρυστάλλων (9 Νοεμβρίου 1938), κατά την οποία ο Γκέμπελς οργανώνει με διαταγή του Χίτλερ αγριότητες που προβάλλονται ως «αυθόρμητες εκδηλώσεις αντι-εβραϊκής λαϊκής οργής»: Σ’ ολόκληρη τη Γερμανία, Εβραίοι κακοποιούνται, εβραϊκά μαγαζιά λεηλατούνται, κοινότητες καταστρέφονται και συναγωγές πυρπολούνται.
1939 (49 ετών). Ο Χίτλερ διατάζει την εφαρμογή του Προγράμματος Ευθανασίας που έχει την κωδική ονομασία «Πρόγραμμα Τα-4» (Οκτώβριος 1939). Το πρόγραμμα υλοποιείται με τη δολοφονία τουλάχιστον 200.000 ανθρώπων που χαρακτηρίζονται ως σωματικά ή ψυχικά ανάπηροι, με τη χρήση πυροβόλων όπλων, αερίων, δηλητηρίων και ασιτίας. Η επιχείρηση γίνεται σε διάφορα νοσοκομεία και κλινικές που μετατρέπονται σε«Κέντρα Ευθανασίας»(Χαρτχάιμ, Χάνταμαρ, κ.α.).
1939-1945 (49-55 ετών). Λαμβάνει χώρα το κυρίως μέρος της Τραγωδίας. Πόλεμος: Κατακτήσεις, Καταστροφές, Ερείπια. Μαζικές εξοντώσεις (Εβραίων, Τσιγγάνων, Σλάβων): Νύχτα των Κρυστάλλων, Προγράμματα Ευθανασίας, Τελική Λύση.
1945 (55 ετών). Στις 19 Μαρτίου 1945 ο Χίτλερ δίνει τη διαταγή«Νέρων», με βάση την οποία η Βέρμαχτ, κατά την υποχώρησή της, πρέπει να καταστρέφει οτιδήποτε θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τον εχθρό (εργοστάσια και έργα υποδομής, μέσα ανεφοδιασμού και κάλυψης, σοδειές), προκειμένου ο εχθρός να καταλάβει μόνο καμένη γη, σύμφωνα με το χιτλερικό δίλημμα «νίκη ή καταστροφή».
Στις 29 Απριλίου 1945, ο Χίτλερ παντρεύεται τη σύντροφο τουΕύα Μπράουν στο καταφύγιο όπου είναι εγκλωβισμένος τις τελευταίες μέρες της ζωής του μαζί με μερικούς πιστούς του.
Στις 30 Απριλίου 1945, ο Χίτλερ και η Μπράουν αυτοκτονούν με δηλητήριο. Ο Μάρτιν Μπόρμαν, φροντίζει να καούν τα πτώματα και τα υπολείμματα τους να θαφτούν έξω από το καταφύγιο. Από εκεί τα παραλαμβάνονται από τους Σοβιετικούς και διατηρούνται μέχρι τη δεκαετία 1970, οπότε καταστρέφονται τελείως και πετιούνται στον Ελβα με διαταγή του τότε αρχηγού της KGBΓιούρι Αντρόποφ.
Μ’ αυτή τη σκηνή έπεσε η αυλαία σε ένα έργο που ξεκίνησε ως οπερέτα ή επιθεώρηση (1889-1932),πραγματώθηκε ως ανείπωτη τραγωδία (1933-1945) και κατέληξε ως μελόδραμα (30/4/1945), μ’ ένα φινάλε που ίσως θα μπορούσε να το είχε φανταστεί ο Ρίχαρντ Βάγκνερ για ένα «Λυκόφως των Παλιάτσων». Η Γερμανία έχει συντριβεί.
Η διαδρομή του MeinKampf
Το 1945, όταν οι Σύμμαχοι κατέσχεσαν τα λογιστικά βιβλία και τις αποδείξεις του ναζιστικού εκδοτικού οίκου «Εκδόσεις Έερ», κατέστη ολοφάνερο ότι οι πωλήσεις του MeinKampf ήταν σε απλή συνάρτηση με την εξέλιξης της πολιτικής επιρροής του Ναζιστικού Κόμματος:
Μ’ άλλα λόγια, η τύχη του MeinKampf εξαρτιόταν από την τύχη του Χίτλερ και του κόμματός του. Κι αυτά με τη σειρά τους, εξαρτιόταν από την τροπή της γερμανικής ιστορίας μετά το 1925. Συνεπώς, είναι η τραγική εξέλιξη του κόσμου που καθόρισε τη μοίρα του MeinKampf και όχι το MeinKampf που καθόρισε την τραγική εξέλιξη του κόσμου.
Το MeinKampf κατά την περίοδο της σταθερότητας της Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1923-1929) περνάει σχεδόν απαρατήρητο: Είναι κτήμα μιας μικρής ομάδας φανατικών που το αντιμετωπίζουν ως «νέο πολιτικό ευαγγέλιο», ενώ για την συντριπτική πλειοψηφία των Γερμανών φαντάζει ως«παραλήρημα ενός μεγαλομανούς υστερικού που η θέση του είναι στο φρενοκομείο».
To ίδιο έργο, κατά την περίοδο της κρίσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1929-1933), κατά την οποία ενισχύεται το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, προωθείται συστηματικά και οι πωλήσεις του φτάνουν τo 1.000.000 αντίτυπα το 1933. Όπως γράφει ο Λούντβιχ: «Το 1933, ο Γερμανικός λαός βρισκόταν σε μια κατάσταση που τον καθιστούσε επικίνδυνα επιρρεπή στον φασιστικό βάκιλο. Οι Γερμανοί δοκίμασαν να βρουν το δρόμο της επιστροφής στην κανονική ζωή και τον εθνικό αυτοσεβασμό, αλλά τον βρήκαν κλεισμένο από την προκατάληψη και την παρανόηση. Τα μεγάλα κράτη ενδιαφέρονταν μόνον για τις αποζημιώσεις. Τα γερμανικά εργατικά κόμματα, που θα μπορούσαν να είχαν βοηθήσει, ήταν μοιρασμένα σε μισή δωδεκάδα αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Όλα αυτά διαδραματίζονταν με φόντο χρωματισμένο από έναν αιώνα έξαλλου εθνικισμοί. Ο γερμανικός λαός είχε φτάσει σ’ ένα σημείο, όπου η τάξη και η ασφάλεια φαίνονταν να έχουν μεγαλύτερη σημασία από την πολιτική ελευθερία που είχε καταστεί συνώνυμη με ταραχές και αιματοχυσία. Ο Χίτλερ κατανοούσε αυτή την κατάσταση και τη χρησιμοποιούσε για τους δικούς του σκοπούς, βοηθημένος από την ικανότητά του για οργάνωση και προπαγάνδα και από την προθυμία των Γερμανών βιομηχάνων να χρηματοδοτήσουν τις εκστρατείες του».
Από το 1934, το MeinKampf καθίσταται υποχρεωτικό ανάγνωσμα για όλες τις οικογένειες, τους νεόνυμφους, τους μαθητές, για κάθε Γερμανό. Αλλά, δυστυχώς, λίγοι έμπαιναν στον κόπο να το διαβάσουν.
Ίσως εάν είχε μελετηθεί προσεκτικά από τους Γερμανούς και τους ξένους πολιτικούς πριν από το 1933 που υπήρχε ακόμη δυνατότητα να ελεγχθεί η κατάσταση,οι εξελίξεις στη Γερμανία και τον υπόλοιπο κόσμο να ήταν διαφορετικές.
Γιατί στο MeinKampf υπήρχαν όλα όσα σκόπευε να κάνει ο Χίτλερ μετά την κατάληψη της εξουσίας: Το Τρίτο Ράιχ που θα επέβαλε στη Γερμανία. Η Νέα Τάξη που θα επέβαλε στην Ευρώπη. Ο παγγερμανισμός, ο ρατσισμός και ο αντισημιτισμός.
Όλα αυτά εκτίθενται λεπτομερώς, με σαφήνεια, ωμότητα και κυνισμό στο MeinKampf. Συνεπώς, κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει το συγγραφέα του ότι εξαπάτησε το γερμανικό λαό και τους ξένους πολιτικούς σε σχέση με τα σχέδια που είχε σκοπό να εφαρμόσει μετά την κατάληψη της εξουσίας.
Η κοσμοθεωρία
Το MeinKampf είναι ένα συνονθύλευμα ιδεών στον πυρήνα των οποίων βρίσκονται τρία σταθερά στοιχεία (παγγερμανισμός,ρατσισμός και αντισημιτισμός) και στην περιφέρειά τουςκινούνται ασταμάτητα στοιχεία δανεισμένα από το μπολσεβικισμό και τον φασισμό που συνδυάζονται με τα αντεπαναστατικά και εθνικιστικά στερεότυπα που κυκλοφορούσαν στη Γερμανία από την εποχή του Φίχτε (και αφορούσαν τον πόλεμο, την ήττα και την επανάσταση).
Ρατσισμός
Στα τέλη του 19ου αιώνα, σημειώθηκε στη Γερμανία μια εντυπωσιακή ενδυνάμωση του παγγερμανισμού, η οποία ενισχύθηκε αποφασιστικά από έναν ρατσισμό που, παραδόξως δεν γεννήθηκε στη Γερμανία αλλά στη Γαλλία και την Αγγλία, έχοντας ως βασικά του αντιστηρίγματα ορισμένα βιβλία:
Ο Γάλλος κόμης Arthur de Gobineau (1816-1882), αποκαλούμενος και «πατέρας της ρατσιστικής ιδεολογίας», διπλωμάτης και συγγραφέας του βιβλίου «Δοκίμιο για την ανισότητα των ανθρώπινων φυλών»(1853-55), που υποστήριζε ότι «η εθνική ανισότητα είναι έμφυτη και διαρκής. Η πρωτοκαθεδρία μεταξύ των φυλών ανήκει στη λευκή φυλή. Στους κόλπους της λευκής φυλής, η κυριαρχία ανήκει στους Αρίους, και μεταξύ των Αρίων ανήκει στογερμανικό κλάδο τους»). [Michael Biddiss: Father of racist ideology. The social and political thought of Count Gobineau,Weybright & Talley, N.Υ., 1970), σ. 3]
Ο Γάλλος Georges Vacher de Lapouge (1854-1936), κύριος εκπρόσωπος του μύθου της άριας φυλής και συγγραφέας του βιβλίου «O “Αριος και ο κοινωνικός του ρόλος» (1899), που υποστήριζε ότι «οι συστηματικές μέθοδοι επιλογής μπορούν να ανανεώσουν το ανθρώπινο είδος με ό,τι απέμενε από τους γνήσιους Αρίους και να αποτρέψουν τον εκφυλισμό της ανθρωπότητας».
O Γάλλος Gustave Le Bon (1841-1931), συγγραφέας του βιβλίου«Ψυχολογία των Όχλων» που επηρέασε αποφασιστικά τη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής ρατσιστικής σκέψης και «πολλές παράγραφοι του MeinKampf αποτελούν ιδεολογική επεξεργασία των απόψεων του LeBon».
Ο Άγγλος Houston Stewart Chamberlain (1855-1927), γιος ναυάρχου, γαμπρός του Ρίχαρντ Βάγκνερ και συγγραφέας του βιβλίου «Τα θεμέλια του 20ου Αιώνα» (1899),υποστήριζε ότι «δεν ήταν το παν τα φυσικά χαρακτηριστικά, γιατί το ουσιαστικό ήταν να κατέχει κανείς τη φυλή του μέσα στην συνείδηση του… και σ’ αυτή την κατεύθυνση, το έθνος ως πολιτικό οικοδόμημα, είχε να παίξει αποφασιστικά ρόλο, δημιουργώντας τις αναγκαίες συνθήκες για τη ζωή των φυλών» και ότι «οι Εβραίοι είναι ο μεγαλύτερος εχθρός των Αρίων». Θαυμαστής του Χίτλερ, ο Chamberlain γράφει στο είδωλό του: «Υπάρχει μια βία που αρχίζει και τελειώνει στο χάος. Υπάρχει όμως και μια βία που δημιουργεί νέους κόσμους. Πιστεύω πως η Ιστορία θα σας τοποθετήσει μια μέρα ανάμεσα στους μεγάλους οικοδόμους της και όχι ανάμεσα στους καταστροφείς της. Ποια άλλη απόδειξη χρειάζεται για τη ζωτικότητα της Γερμανίας από το γεγονός ότι σας ανέδειξε τη στιγμή που διέτρεχε το μεγαλύτερο κίνδυνο;»
Ο Σκωτσέζος Robert Knox (1798-1862), καθηγητής της ανατομίας, θεμελιωτής του βρετανικού ρατσισμού και συγγραφέας του βιβλίου «Οι ανθρώπινες Φυλές» (1850), υποστηρίζει «τη φυλετική ανωτερότητα των Σαξόνων και των Σλάβων και τη φυλετική κατωτερότητα των Εβραίων και των Τσιγγάνων που ζουν ως παράσιτα χάρη στην κουτοπονηριά που τους διακρίνει και είναι άνθρωποι πανούργοι, δολοπλόκοι και κερδοσκόποι». [Rh. D. Curtin: The Image of Africa, British ideas and actions, 1780-1850, London, 1965,, σ. 50 καιR. Knox, The Races of Men: A Philosophical Enquire into the Influence of Race over the Destinies of Nations, London, 1862, σ. 50]
Είναι μάλλον βέβαιο ότι ο Χίτλερ δεν γνώριζε από πρώτο χέρι τα έργα των παραπάνω συγγραφέων που εξυμνούσαν τον «Άριο». Αλλά η ανάγνωση του MeinKampf οδηγεί στη διαπίστωση ότι τοεθνικοσοσιαλιστικό δόγμα της φυλής του Χίτλερ (η πίστη στη φυλή και στην οργάνωση που θα έπρεπε να εφαρμόσει μια συνειδητή φυλετική πολιτική), είναι ένα συνονθύλευμα από τους ισχυρισμούς αυτών των συγγραφέων που, αργότερα θα συγκεκριμενοποιηθεί από τον Ρόζενμπεργκ και θα τελειοποιηθεί από τον Γκίντερ.
Το βασικό θέμα, που επαναλαμβάνεται συνεχώς στο MeinKampf, είναι η«φυλή», η «καθαρότητα της φυλής» και η«φυλετική υπεροχή», χωρίς να ορίζεται πουθενά το «τί είναι η φυλή». Απλώς, διακηρύσσεται αξιωματικά ότι: «Η ανθρωπότητα είναι μοιρασμένη σε τρεις ομάδες: τους δημιουργούς πολιτισμού, που είναι μόνο οι Άριοι ή Βόρειοι (και ειδικά, οι Γερμανοί), τους φορείς πολιτισμού, όπως οι Γιαπωνέζοι, και τους καταστροφείς του πολιτισμού, όπως οι Εβραίοι και οι Νέγροι… Η ισότητα των φυλών δεν υπήρξε ποτέ σκοπός της φύσης. Οι φυλές δεν είναι ίσες, όπως και τα άτομα δεν είναι ίσα. Μερικοί γεννιούνται ανώτεροι από άλλους… Οι Γερμανοί, ως η ισχυρότερη φυλή του κόσμου, θα πρέπει να κυβερνήσουν τις κατώτερες φυλές της γης».
Αντισημιτισμός
Όπως διαπιστώνει ο Βερμέιγ στο βιβλίο του Οι Δογματικοί της Γερμανικής Επανάστασης: «Ο γερμανικός αντισημιτισμός (που είναι πολύ παλιότερος από τον Χίτλερ, ο οποίος έμελλε να τον εντείνει μέχρι δολοφονικής υστερίας), από την εποχή του Φίχτε παρουσιάζεται ως μια μορφή της πάλης της γερμανικής σκέψης (που είναι βασικά εθνικιστική) εναντίον όλων των Διεθνών: της Καθολικής, της αστικής, της κεφαλαιοκρατικής και φιλελεύθερης, της σοσιαλιστικής, της μαρξιστικής. Στο εσωτερικό όλων αυτών των Διεθνών, εμφανίζεται ως κεντρικό δρών στοιχείο ο Εβραίος, με αποτέλεσμα ο αντισημιτισμός να παίρνει τη μορφή βασικού δόγματος».
Ο γερμανικός αντισημιτισμός που δηλητηρίαζε τη γερμανική κοινωνία κατά τον 19ο αιώνα, στην περίοδο 1916-1917 είχε εκφραστεί με μια αντισημιτική εκστρατεία που είχε ως επίκεντρο τα «Πρωτοκόλλα των σοφών της Σιών», ενός πλαστού «ντοκουμέντου» που κατασκεύασαν πράκτορες της τσαρικής Οχράνα, στο οποίο οι Εβραίοι αυτο-αποκαλύπτονταν ότι «επιδίωκαν την παγκόσμια ηγεμονία και την καταστροφή των χριστιανικών κρατών, μέσω της δημοκρατίας, του σοσιαλισμού, του κομμουνισμού, της αναρχίας και του πολέμου» και ότι«προκάλεσαν τον πόλεμο του 1914 προκειμένου να εξαντλήσουν τους λαούς και να εξασφαλίσουν την κυριαρχία του εβραϊκού κεφαλαίου».
Συνεχιστής αυτού του ρεύματος, ο Χίτλερ, όπως εκτίθεται στο MeinKampf, διαχειρίζεται τον αντισημιτισμό με τρόπο να προσφέρει στη μάζα («που έχει στοιχειώδη νοημοσύνη»)έναν ορατό και προσεγγίσιμο «εχθρό», εναντίον του οποίου θα στραφεί η εχθρότητά της και θα πυροδοτηθεί η αστόχαστη «δράση για τη δράση» και «για «τυφλή φυγή προς τα εμπρός», που είναι στοιχεία αναγκαία σε κάθε μαζικό κίνημα. Έτσι, ανακαλύφθηκε εκ νέου ο Εβραίος, που κατά την άποψη του Χίτλερ«είναι πρωταρχικά διεθνιστής κερδοσκόπος καI εκμεταλλευτής, συνήθως σοσιαλιστής ή κομμουνιστής».
Ο αντισημιτισμός του Χίτλερ και των εθνικοσοσιαλιστών που αναπτύσσεται θεωρητικά στο MeinKampf, θα αρχίσει να υλοποιείται αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους ναζί (1933) και θα ολοκληρωθεί με την Τελική Λύση του εβραϊκού ζητήματος (Ολοκαύτωμα) με την εξόντωση περίπου έξι εκατομμυρίων Εβραίων.
Οι διακρίσεις σε βάρος των Εβραίων στη Γερμανία αρχίζουν αμέσως μετά την έκδοση του Εξουσιοδοτικού νόμου(24 Μαρτίου 1933):
Τον Απρίλιο του 1933, η χιτλερική κυβέρνηση οργανώνει μποϊκοτάρισμα των εβραϊκών μαγαζιών και με διαδοχικά διατάγματα μετατρέπει σταδιακά του Γερμανοεβραίους σε πολίτες έσχατης κατηγορίας: Με μια σειρά μέτρων (που έλκουν την καταγωγή τους από τις βούλες του Πάπα Ιννοκέντιου Ι’ κατά των Εβραίων στο χώρο κυριαρχίας της καθολικής εκκλησίας), οι Γερμανο-εβραίοι στερούνται του δικαιώματος να δουλεύουν στο δημόσιο, όσοι δουλεύουν σ’ αυτό απολύονται (διάταγμα της 7ηςΑπριλίου 1933), αποκλείονται βαθμιαία από πολλούς άλλους τομείς και τους απαγορεύεται να εργαστούν με ή για μη-Εβραίους πολίτες.
To 1935, με τη θέσπιση των ρατσιστικών «νόμων της Νυρεμβέργης», απαγορεύεται ο γάμος και οι σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ Εβραίων και μη Εβραίων.
Μεθοδεύεται η «αριοποίηση» των εβραϊκών περιουσιών που μεταβιβάζονται σε μη Εβραίους με την καταβολή ασήμαντης αποζημίωσης στους πρώην ιδιοκτήτες τους.
Στους Εβραίους που επιθυμούν να μεταναστεύσουν επιβάλλεται ένας ειδικός «φόρος φυγής από το Ράιχ» που αποσκοπεί στο να τους απογυμνώσει περιουσιακά όταν εγκαταλείπουν τη Γερμανία.
Στις 9 Νοεμβρίου 1938, τα μέτρα εναντίον των Εβραίων θα κορυφωθούν τη Νύχτα των Κρυστάλλων, κατά την οποία ο Γκέμπελς οργανώνει με διαταγή του Χίτλερ αγριότητες που προβάλλονται ως «αυθόρμητες εκδηλώσεις αντι-εβραϊκής λαϊκής οργής»: Σ’ ολόκληρη τη Γερμανία, Εβραίοι κακοποιούνται, εβραϊκά μαγαζιά λεηλατούνται, κοινότητες καταστρέφονται και συναγωγές πυρπολούνται.
Κατά το προκαταρκτικό στάδιο της εξόντωσης των Εβραίων, τα μέτρα εναντίον τους επεκτείνονται από τους Γερμανοεβραίους σε όλους τους Εβραίους των κατεχόμενων χωρών: Όλοι οι Εβραίοι υποχρεώνονται να φορούν στο στήθος ένα κίτρινο αστέρι (1 Σεπτεμβρίου 1941) και να ζουν έγκλειστοι σε γκέτο (ειδικές περιοχές που καθορίζονται από τις αρχές κατοχής). Τους απαγορεύεται η μετανάστευση, η χρησιμοποίηση αυτοκινήτων ή δημοσίων μέσων μεταφοράς, η κατοχή ραδιοφώνων, κ.α.
Πυκνώνουν οι μεταφορές Εβραίων στα υπάρχοντα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και θανάτου, ενώ, συγχρόνως, χτίζονται νέα στρατόπεδα όπως το Άουσβιτςκαι το Μαϊντάνεκστην κατεχόμενη Πολωνία (1942) που θα εξυπηρετήσουν την βιομηχανικά οργανωμένη εξόντωση των «κατώτερων φυλών» (Εβραίοι, Ρόμα, Πολωνοί, Ρώσοι, κ.α.), αντιπολιτευόμενων Γερμανών, σεξουαλικά διαφορετικών (ομοφυλόφιλοι) και άλλων.
Εσωτερική Πολιτική
Οργάνωση του κράτους. Οι ιδέες του Χίτλερ για τη φύση του μελλοντικού ναζιστικού κράτους είναι αρκετά σαφείς στο MeinKampf: Στόχος του ένα κράτος που (α)θα βασίζεται στη φυλή, (β) θαπεριλαμβάνει όλους τους Γερμανούς πού ζουν εντός και εκτός των συνόρων του, και (γ) θα λειτουργεί με βάση την απόλυτη δικτατορία του Ηγέτη (δηλαδή, του ίδιου), ο οποίος θα περιβάλλεται από ένα επιτελείο μικρότερων ηγετών που θα ενεργούν ως ιμάντας μεταβίβασης των διαταγών του προς τους κατωτέρους τους.
Στο Τρίτο Ράιχ δεν θα υφίστανται κανενός είδους «δημοκρατικές ανοησίες» και θα κυβερνιέται με βάση την αρχή του ενός αρχηγού («Φίρερ πριντσίπ»). Δηλαδή, θα είναι μια δικτατορία.
Οικονομία. Στο MeinKampf, ο Χίτλερ δεν κάνει καμιά αναφορά σε κάποιο οικονομικό σχέδιο, ούτε εκφράζει κάποια άποψη για τις οικονομικές βάσεις του Τρίτου Ράιχ που ευαγγελίζεται, περιοριζόμενος σε μια ευκαιριακή αναφορά σε κάποιες αόριστες «οικονομικές βουλές»,«επαγγελματικές βουλές» και μια «κεντρική οικονομική βουλή» που «θα διευθύνει τη λειτουργία της εθνικής οικονομίας».
Απολύτως άσχετος με τα οικονομικά θέματα, ο Χίτλερ θεωρούσε πως το πρωταρχικό εργαλείο ήταν η πολιτική δύναμη και ότι η οικονομία θα προσαρμοζόταν αυτομάτως στις απαιτήσεις και τους σκοπούς της πολιτικής εξουσίας:
«Το κράτος δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με καμιά συγκεκριμένη οικονομική αντίληψη… Το κράτος είναι ένας φυλετικός οργανισμός και όχι μια οικονομική οργάνωση. Η εσωτερική δύναμη ένας κράτους σπανίως συμπίπτει με τη λεγόμενη οικονομική ευημερία. Η οικονομική ευημερία, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, φαίνεται να προαναγγέλλει την επικείμενη κατάπτωση του κράτους. Η Πρωσία, αποδεικνύει με θαυμαστή καθαρότητα, ότι εκείνο που καθιστά δυνατό το σχηματισμό ενός κράτους είναι τα ιδεώδη και οι αρετές και όχι τα υλικά πλεονεκτήματα. Γιατί μόνο υπό την προστασία [αυτών των αρετών] μπορεί ν” ανθίσει η οικονομική ζωή. Πάντοτε, στη Γερμανία, όταν παρουσιαζόταν μια ενδυνάμωση της πολιτικής ισχύος, άρχιζαν να βελτιώνονται και οι οικονομικές συνθήκες. Αλλά, πάντοτε όμως, όταν η οικονομία γινόταν το μοναδικό περιεχόμενο της ζωής τον λαού μας και αποδυνάμωνε τα ιδεώδη και τις αρετές, το κράτος κατέρρεε, παρασύροντας στην πτώση του και την οικονομική ζωή».
Εξωτερική Πολιτική
Κεντρικό ζήτημα στο MeinKampf, είναι η εκ νέου ανάδειξη της Γερμανίας σε παγκόσμια δύναμη ως αναγκαία προϋπόθεση για να διεκδικήσει την παγκόσμια κυριαρχία. Ο Χίτλερ ασχολείται μ’ αυτό το θέμα τόσο στον πρώτο (1924) όσο και στον δεύτερο (1926) τόμο του έργου. Ο πρώτος τόμος υπαγορεύτηκε από τον Χίτλερ στον Ες το 1924, κατά τη διάρκεια της κράτησής του στις φυλακές μετά το αποτυχημένο «Πραξικόπημα της Μπυραρίας» (Μόναχο, 1923). Ο δεύτερος τόμος ολοκληρώθηκε το 1926.
Στο MeinKampf, η εξωτερική πολιτική προκύπτει ως αποτέλεσμα της εσωτερικής πολιτικής και έχει δύο στρατηγικούς στόχους.
Στόχος πρώτος: Η καταστροφή της Γαλλίας. Η Γαλλία «είναι θανάσιμος εχθρός του Γερμανικού λαού» και έχει ως πάγιο σκοπό «να καταστήσει τη Γερμανία διαμελισμένη και ανήμπορη, ένα συνονθύλευμα από μικρά κράτη». Συνεπώς, ήταν αναγκαία «μια τελευταία δυναμική αναμέτρηση με τη Γαλλία, ένας τελευταίος αποφασιστικός αγώνας… που θα βάλει τέλος στον αιώνιο και ατελέσφορο αγώνα ανάμεσα στη Γερμανία και τη Γαλλία». Σ’ αυτόν τον αγώνα, «η Γερμανία θεωρεί την καταστροφή της Γαλλίας ως ένα μέσο που θα την καταστήσει αργότερα ικανή να προσφέρει στο Γερμανικό λαό την επέκταση που θα γίνει σε άλλη κατεύθυνση».
Στόχος δεύτερος: Η επέκταση στην Ανατολή. Η Γερμανία έχει ανάγκη και δικαίωμα σε «ζωτικό χώρο» και πρέπει να κάνει χρήση αυτού του δικαιώματος, επεκτεινόμενη στην Ανατολή.
Αρχικά, ορίζεται ο σκοπός της εξωτερικής πολιτικής: «Σήμερα, η εδαφική πολιτική δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στο Καμερούν, αλλά σχεδόν αποκλειστικά στην Ευρώπη… Η Γερμανία πρέπει να επεκταθεί στην Ανατολή, κυρίως, σε βάρος της Ρωσίας».
Στη συνέχεια, προσδιορίζεται το μέσο. Όπως γράφει στον πρώτο τόμο: «Το έδαφος υπάρχει για το λαό που έχει τη δύναμη να το κατακτήσει… Σύμφωνα με το νόμο της αυτοσυντήρησης, ό,τι δεν παίρνεται με την πειθώ, καταχτιέται με την πυγμή… Η απόχτηση νέων εδαφών ήταν δυνατή μόνον στην Ανατολή. Αν θέλουμε γη στην Ευρώπη, μπορούμε να την αποχτήσουμε μόνο σε βάρος της Ρωσίας. Αυτό σημαίνει ότι το νέο Ράιχ πρέπει να βαδίσει εκ νέου το δρόμο των Τευτόνων Ιπποτών και το γερμανικό σπαθί να κερδίσει χώμα για το γερμανικό αλέτρι και ψωμί για το γερμανικό έθνος». Και επαναλαμβάνει στον δεύτερο: «Μόνο μια μεγάλη έκταση σ” αυτή τη γη εξασφαλίζει σ’ ένα έθνος την ελευθερία της ύπαρξης. Χωρίς να λογαριάζει παραδόσεις και προκαταλήψεις (το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα) πρέπει να βρει το θάρρος να συγκεντρώσει το λαό μας και τη δύναμη του για ν’ ακολουθήσει το δρόμο που θα οδηγήσει τον λαό από το σημερινό περιορισμένο ζωτικό χώρο του σε νέα γη και χώμα. Το Εθνικοσοσιαλιστικό Κίνημα πρέπει να προσπαθήσει να καταργήσει την ασυμφωνία που υπάρχει ανάμεσα στο μέγεθος του πληθυσμού της χώρας μας και στην έκταση του εδάφους της, η οποία πρέπει να αντιμετωπίζεται τόσο ως πηγή των μέσων συντήρησης όσο και ως παράγοντας πολιτικής ισχύος. Πρέπει να επιμείνουμε ακλόνητοι στους σκοπούς μας… για να εξασφαλίσουμε στο γερμανικό λαό την έκταση γης που δικαιούται».
Αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει μόνο με την άρση της ισχύος τηςΣυνθήκης των Βερσαλλιών (που «πρέπει να καταργηθεί») και την αποκατάσταση της Γερμανίας στα σύνορα του 1914. Ο Χίτλερ ενδιαφέρεται για το πρώτο και αδιαφορεί για το δεύτερο: «Το αίτημα για την αποκατάσταση των συνόρων του 1914 είναι ένας πολιτικός παραλογισμός με τέτοιες διαστάσεις και συνέπειες που τον κάνουν να φαίνεται ως έγκλημα. Εκτός από το γεγονός ότι το 1914 τα σύνορα του Ράιχ δεν ήταν ούτε πλήρη (με την έννοια ότι δεν αγκάλιαζαν όσους ανήκαν στο γερμανικό έθνος), ούτε λογικά από την άποψη της γεωστρατιωτικής αποτελεσματικότητας. Δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας μελετημένης πολιτικής ενεργείας αλλά προσωρινά σύνορα που προέκυψαν από ένα πολιτικό αγώνα ο οποίος δεν είχε τελειώσει… Εξίσου δικαιολογημένα, θα μπορούσε κανείς να διαλέξει κανείς μια άλλη ημερομηνία της γερμανικής ιστορίας και να δηλώσει ότι σκοπός της εξωτερικής πολιτικής είναι η αποκατάσταση των συνθηκών εκείνης της εποχής… Eμείς οι Εθνικοσοσιαλιστές ξεκινάμε από εκεί που διακόψαμε πριν εξακόσια χρόνια περίπου. Σταματάμε την άσκοπη γερμανική κίνηση προς το νότο και τη δύση και στρέφουμε το βλέμμα μας στη γη της Ανατολής… Αν μιλάμε για ευρωπαϊκή γη σήμερα, δεν μπορούμε παρά να έχουμε πρωταρχικά στο νου μας τη Ρωσία και τα υποτελή σ’ αυτή κράτη που την περιβάλλουν… Οι μεγάλες στέπες στην Ανατολή, μετά την κατάρρευση της Ρωσίας, θα μπορούσαν να καταληφθούν εύκολα χωρίς να κοστίσουν πολύ σε αίμα στην Γερμανία».
Το σχέδιο εφαρμόστηκε με ακρίβεια: Η Γαλλία κατακτήθηκε και η Γερμανία επεκτάθηκε στην Ανατολή. Πρώτα καταλήφθηκαν οι γειτονικές χώρες που κατοικούνταν από γερμανόφωνους πληθυσμούς (η Αυστρία, η περιοχή των Σουδητών στην Τσεχοσλοβακία, το δυτικό τμήμα της Πολωνίας και το Ντάντσιχ) και στη συνέχεια η Ρωσία.
Προς τι λοιπόν η δήθεν «έκπληξη» και οι «διαμαρτυρίες»των ηγετών που διαχειρίζονταν την πολιτική εξουσία στις ευρωπαϊκές χώρες (Τσάμπερλεν, Νταλαντιέ, Τσόρτσιλ, κ.α.), οι οποίοι:
Όταν ο Εθνικοσοσιαλισμός έκανε τα πρώτα του βήματα, τον πριμοδοτούσαν ποικιλοτρόπως, ελπίζοντας να τον χρησιμοποιήσουν ως ανάχωμα του κομμουνισμού στο εσωτερικό της ηττημένης Γερμανίας. Και
Όταν κατέλαβε την εξουσία, τον αντιμετώπιζαν με πολιτικές κατευνασμού, ελπίζοντας ότι θα παρέκαμπτε το πρώτο μέρος του σχεδίου του (εξουδετέρωση των χωρών της δυτικής Ευρώπης) και θα περιοριζότανε στο δεύτερο (επέκταση στην Ανατολή, σε βάρος της Ρωσίας);
Και προς τι, οι αντιναζιστικές κορώνες του Στάλιν, τη στιγμή που ο Χίτλερ και ο Στάλιν διαπραγματεύτηκαν, συμφώνησαν και εφάρμοσαν την πρώτη έγγραφη και επίσημη «κατανομή ζωνών επιρροής» στη σύγχρονη ιστορία, με το Γερμανο-σοβιετικό Σύμφωνο μη-Επίθεσης (23 Αυγούστου 1939);
Γιατί είναι προφανές ότι ο Χίτλερ μπορεί να επικριθεί, να αποδοκιμαστεί και να καταδικαστεί για οτιδήποτε άλλο, εκτός από το ότι δεν προειδοποίησε την ανθρωπότητα για τα ανθρωποθυσιαστικά του σχέδια, τα οποία, δυστυχώς, εφαρμόστηκαν με τη συνενοχή των υποψηφίων θυμάτων του.
Επίλογος
Στην εξελικτική πορεία των ανταγωνιστικών κοινωνιών διαφοροποιείται συνεχώς ο «ύψιστος νόμος» που επικαλείται κατά καιρούς η Εξουσιαστική Διεθνής για να δικαιολογήσει την ύπαρξή της και να ενισχύσει τη θέση της.
Η «σωτηρία» της ιδέας, της φυλής, της πατρίδας, της θρησκείας, τουέθνους, του κράτους ή του πολιτισμού και η «υπεράσπιση» της βούλησης του θεού ή της θείας πρόνοιας και των «νόμων» της φύσης ή τηςιστορίας από τους αυτο-διορισμένους αποκλειστικούς κατόχους της γνώσης αυτών των «βουλήσεων» και των «νόμων», συνθέτουν μια ατέλειωτη αλυσίδα αφαιρέσεων που «νομιμοποιούν» τις μεμονωμένες δολοφονίες και τις μαζικές ανθρωποθυσίες οι οποίες σηματοδοτούν την παθολογία της εξουσίας.
Oι τελετουργικές ανθρωποθυσίες, οι μαζικές εξοντώσεις, τα βασανιστήρια, τα πογκρόμ, οι πυρές της Ιερής Εξέτασης, το Χάνταμαρ, το Νταχάου, το Άουσβιτς και το Γκουλάγκ είναι τυπικά και σταθερά επαναλαμβανόμενα συμπτώματα της εξουσιαστικής σχιζοφρένειας που όλο και πιο γοργά αποσυνθέτει την ανθρώπινη κοινωνία.
«Η γoνεoποίηση της εξουσίας και η βρεφoποίηση της κοινωνίας» [T. Szasz: Το Δεύτερο Αμάρτημα, Αθήνα, Αβραάμ, 1982, σ. 15]ήταν και παραμένει ο ιστορικά αμετάλλακτος στόχος όλων των διαχειριστών της «νόμιμης» βίας, ανεξάρτητα από τις πολιτικές και ιδεολογικές ενδυμασίες τους. Μόνο τα μέσα που χρησιμοποιούν οι εξουσιοφρενείς αλλάζουν, ανάλογα με τις ανάγκες και τις τεχνολογικές δυνατότητες κάθε ιστορικής εποχής, με σκοπό πάντα την αναγωγή του ανθρώπου σε απλό ανιστορικό είδος πλάι στα άλλα είδη του ζωικού βασιλείου, την«κατασκευή ενός πράγματος που δεν υπάρχει, ενός ανθρώπινου είδους το οποίο θα μοιάζει με τα άλλα ζωικά είδη και του οποίου η μόνη ελευθερία θα συνίστατο στη διατήρηση του είδους». (Η. Arendt)
Προς την κατεύθυνση αυτή, έχουν ήδη γίνει τα πιο αποφασιστικά βήματα, με τη διαμόρφωση ενός νέου τύπου ανθρώπου ο οποίοςεσωτερικεύει την καθολική κυριαρχία της μισθωτής δουλείας ως μια αδήριτη «αναγκαιότητα» που υπερβαίνει τη θέλησή του, παραιτείταιαπό το δικαίωμά του να δημιουργεί τον κόσμο, την ιστορία και τον εαυτό του, και έτσι μετασχηματίζεται από ενεργός κινητήρια δύναμη της ιστορίας σε παθητικό ενεργούμενό της:
«Αυτός ο τύπος ανθρώπου έχει υλοποιηθεί ιστορικά: Είναι ο άνθρωπος της σύγχρονης εποχής είναι ο άνθρωπος της μάζας, ο ικανοποιημένος με την ευτελή του μόρφωση, τις ασήμαντες αρετές του, την ευτυχία που του προκαλεί η μέτρια τοξικομανία του… Είναι ένας άνθρωπος αδύναμος, αφοπλισμένος, ευνουχισμένος, απομονωμένος. Είναι ο άνθρωπος της ψυχρής τεχνολογίας και των κομματιασμένων συναισθημάτων. είναι ο άνθρωπος που έχει εξοριστεί μέσα στον εαυτό του. Σχιζοειδικός έξω απ” τους τοίχους του ψυχιατρείου, Σχιζοφρενικός μέσα σ” αυτούς».[R. Jaccard:Η εξορία μέσα μας, Αθήνα, Χατζηνικολή, 1981, σ. 11]
Στον ιστορικό ορίζοντα του ανθρώπου προβάλλει ήδη το φάσμα της στρατοπεδικής κοινωνίας που το πειραματικό της μοντέλο έχει δοκιμαστεί μαζικά με επιτυχία στα εργαστήρια της «ολοκληρωτικής κυριαρχίας» της Εξουσιαστικής Διεθνούς:
Tα στρατόπεδα συγκέντρωσης σε όλη την έκταση του πλανήτη, στη Δύση και την Ανατολή, υπήρξαν τα πειραματικά εργαστήρια στα οποία διαμορφώθηκε το εξουσιαστικό προείκασμα του αποτρόπαιου κοντινού μέλλοντος της ανθρώπινης κοινωνίας η οποία θα συντίθεται από μια ομοιογενή μάζα ανιστορικών ανθρωποειδών, προγραμματισμένων να μην παρεκκλίνουν ποτέ από τον «κανόνα»: Ένα άθυρμα από ιδεώδεις «μέσους πολίτες-υπηκόους» για τους οποίους δεν έχει καμιά σημασία εάν φορούν την ομοιόμορφη στολή των φυλακισμένων ή εάν βολεύονται με ένα συμβατικό ζουρλομανδύα.
Με όλο και πιο γοργούς ρυθμούς, η κτηνωδία της οργανωμένης «νόμιμης βίας» προβάλλει ως το αποκρουστικό πρόσωπο μιας «ποιοτικής» αναπαλαίωσης της εξουσίας όπως διαμορφώνονταν στην περίοδο του μεσοπολέμου. Μόνο που «ο φασισμός που θα έλθει δεν θα λέγεται πια φασισμός». [Γ. Λυκιαρδόπουλος: Η έσχατη στράτευση,Αθήνα, Υψιλον, 1985, σ. 66]
Kάθε πολιτισμός συνθέτει τα στοιχεία που τον χαρακτηρίζουν μ’ ένα εντελώς ιδιαίτερο και μοναδικό τρόπο. Και συντίθεται απ” αυτά.
Μέχρι σήμερα, όλοι οι προϋπάρξαντες πολιτισμοί οικοδομούσαν τους Παρθενώνες και τους Γοτθικούς τους υπό την εποπτεία των αρχιτεκτόνων και των καλλιτεχνών τους, για τη δόξα των ανθρώπων ή των θεών τους.
Σήμερα, ο «πολιτισμός» οικοδομεί τα δικά του μνημεία (τις φάμπρικες, τις φυλακές, τα ψυχιατρεία, τις φυλακές-ψυχιατρεία, τα Άουσβιτς, τα Γκουλάγκ, τα Γκουαντάναμο και τις συνεχώς διογκούμενες ζώνες φτώχειας) προς δόξα της εξουσίας.
Μέχρι σήμερα, όλοι οι προϋπάρξαντες πολιτισμοί ήταν θεμελιωμένοι στην καταπίεση, αλλά μέσα από τη διανοητική τους δημιουργία έθεταν το αίτημα της ελευθερίας και το διατηρούσαν ζωντανό στο φαντασιακό τους σύμπαν.
Σήμερα, ο «πολιτισμός» είναι θεμελιωμένος στην καταπίεση και μέσα από την ψυχοδιαλυτική του «δημιουργία» εκμηδενίζει κάθε απελευθερωτικό όραμα, επιβάλλοντας την εσωτερίκευση της δουλείας.
«Όλες oι τέχνες δημιουργούν αριστουργήματα. Η τέχνη της διακυβέρνησης των ανθρώπων δημιουργεί μόνο τέρατα»,προειδοποιούσε την ανθρωπότητα ο Saint Just από το βήμα της Συντακτικής Συνέλευσης στις 24-4-1793.
Δυο αιώνες αργότερα, η ανθρωπότητα καλείται να πληρώσει το τίμημα της ιστορικής της κωφότητας, διαπιστώνοντας έκπληκτη ότι η εξουσιαστική διεκδίκηση για την καθολικοποίηση και την οριστικοποίηση της δουλείας, έχει ήδη διατυπωθεί με σαφήνεια από τους εξουσιοφρενείς που ασκούν την «τέχνη της διακυβέρνησης» και έχει σκιαγραφηθεί με ακρίβεια από τους τεχνικούς του Ολοκληρωτισμού.
Η καθολικοποίηση της κυριαρχίας και η στρατοπεδική κοινωνία, μια επιδίωξη προς την οποία τείνουν οι επιλογές των εξουσιοφρενών παλιάτσων που διαχειρίζονται την εξουσία σε πλανητικό πεδίο, προϋποθέτει την μετάπλαση του ανθρώπου σε Πράγμα.
Αποτιμώντας τον Χίτλερ
«[Ο Χίτλερ] Τριάντα χρόνια δεν είναι παρά ένας μυστήριος αποτυχημένος. Και ξαφνικά μεταμορφώνεται σε τοπική πολιτική μορφή και εξελίσσεται σε άνθρωπο με τον οποίο θα ασχοληθεί η παγκόσμια πολιτική».
Sebastian Haffner,
Anmerkungen zu Hitler (Σημειώσεις για τον Χίτλερ)
Ένα χάος από εξωραϊσμένες παιδικές και νεανικές αναμνήσεις, κοινοτοπίες, άσχημα αφομοιωμένες επιδερμικές αναγνώσεις και ακούσματα ενός αμόρφωτου, ανεπάγγελτου και αποτυχημένου αυστρογερμανού χωρικού,
που η παρουσίασή τους με τη μορφή βιβλίου δεν θα είχε καμιά ελπίδα να επηρεάσει οποιονδήποτε εκτός από τον (καθ’ υπαγόρευση) συγγραφέα του, εάν μια απρόσμενη ιστορική συγκυρία που είχε ανάγκη από μίσος, δεν το καθιστούσε «εργαλείο της ιστορίας».
Πυρηνικό στοιχείο του MeinKampf είναι το μίσος που διαπερνά όλες τις σελίδες του. Ένα μίσος που, όταν καταλάβει την εξουσία, θα μετασχηματιστεί σε κινητήρια δύναμη η οποία θα οδηγήσει τον γερμανικό λαό και την ανθρωπότητα στη χειρότερη πολεμική καταστροφή της ιστορίας, μέσα από ένα δρόμο σπαρμένο με πτώματα.
Ο Χίτλερ μπορεί να επικριθεί, να αποδοκιμαστεί και να καταδικαστεί για οτιδήποτε εκτός από το ότι δεν προειδοποίησε την ανθρωπότητα για τα ανθρωποθυσιαστικά του σχέδια. Γιατί στο MeinKampf υπάρχουν τα πάντα: Η κατάργηση της δημοκρατίας. Η επιβολή της δικτατορίας. Το μίσος κατά της Γαλλίας. Η κατάκτηση της ηπειρωτικής Ευρώπης. Η εκστρατεία στην Ανατολή, Το φυλετικό μίσος. Η εξόντωση των Εβραίων. Η κυριαρχία της «ανώτερης φυλής». Η δουλοποίηση των «κατώτερων φυλών».
Όλα αυτά, που εκτίθενται ως στόχοι του μελλοντικού υποψήφιου Φίρερμε ανατριχιαστική σαφήνεια και κυνικότητα, στην αρχή αντιμετωπίστηκαν από τους πολιτικούς και την κοινή γνώμη ως«παραλήρημα ενός φανατικού» που θα έπρεπε να αποτελεί αντικείμενο ψυχιατρικής και όχι πολιτικής αποτίμησης. Αλλά, όταν μερικά χρόνια αργότερα αυτό το «παραλήρημα» επενδύθηκε με δύναμη ικανή να επιτρέψει την εφαρμογή του, η ανθρωπότητα κλήθηκε να πληρώσει ένα βαρύτατο τίμημα για την εθελοτυφλία και την κωφότητά της.
Εάν οι πολιτικοί, οι επιχειρηματίες, οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης και οι λαοί στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ είχαν κάνει τον κόπο να διαβάσουν το MeinKampf τα πρώτα χρόνια της έκδοσής του (1925-1932), θα είχαν βρει σ’ αυτό όλες τις λεπτομέρειες της τραγωδίας που χρειάστηκε να βιώσουμε στην σκοτεινή περίοδο 1933-1945.
Γιατί πέρα από οποιαδήποτε φιλολογική, πολιτική ή κοινωνιολογική ερμηνεία, το MeinKampf είναι η πρώτη στην ιστορία εκ των προτέρων καταγραφή και δημοσιοποίηση του σχεδίου ενός εφιαλτικού μαζικού εγκλήματος εκ προμελέτης, απέναντι στην οποία τα δυνάμει θύματά του αντέδρασαν με μια ανερμήνευτη και ασυγχώρητη ελαφρότητα.
Η άποψη ότι η επιβολή του Χίτλερ ήταν αποτέλεσμα της «μοιραίας και δαιμονικής προσωπικότητάς του» έχει απορριφθεί από το μεγαλύτερο μέρος των ιστορικών. Ο ναζισμός ως μέθοδος κατάληψης και τρόπος οργάνωσης και άσκησης της εξουσίας δεν μπορεί να αποδοθεί στις υπερφυσικές ιδιότητες ενός «πνεύματος του κακού» ούτε να αγνοείται ως «θλιβερό ατύχημα» της ιστορίας.
Γιατί, όπως υποστηρίζει ο φιλόσοφος Κάρλ Γιάσπερς (Karl Jaspers), μέσα από την ιστορία του Χίτλερ και του ναζισμού βγαίνει το δίδαγμα ότι «όλα αυτά ήταν δυνατό να γίνουν. Και πάντα θα είναι δυνατό».
Αδόλφος Χίτλερ: Χρονολόγιο
1889. Ο Αδόλφος Χίτλερ γεννήθηκε στο Μπράουναου, ένα μικρό χωριό στα βόρεια σύνορα τις Αυστρίας. Ήταν το τέταρτο από τα έξι παιδιά του τελωνειακού υπάλληλου Αλόισιου Χίτλερ και της τρίτης γυναίκας του (και ανιψιάς του) Κλάρας Χίτλερ.
To 1876, ο Αλόισιος Χίτλερ άλλαξε το οικογενειακό του επώνυμο από Σίκλγκρουμπερ (Schicklgruber) σεΧίτλερ: Ο Αλόισιος θεωρούταν εξώγαμο παιδί της Άννας Μαρίας Σίκλγκρουμπερκαι του μυλωνά Γιόχαν Γκέοργκ Χίντλερ (Johann Georg Hiedler), ο οποίος ποτέ δεν τον αναγνώρισε ως παιδί του. Η τροποποίηση του Χίντλερ σε Χίτλερ οφείλεται σε ορθογραφικό λάθος του υπαλλήλου που κατέγραψε το νέο επώνυμο του Αλόισιου.
Το 1938, με διαταγή του Χίτλερ, καταστράφηκαν ολοσχερώς τα χωριά των γονέων του (το Ντόλερσχαϊμ και το Στρόνες στη βορειοδυτική Αυστρία), προκειμένου να καταστεί αδύνατη οποιαδήποτε έρευνα για το γενεαλογικό του δέντρο.
1901 (12 ετών). Ο Αδόλφος Χίτλερ μένει στην ίδια τάξη «λόγω τεμπελιάς»
1903 (13 ετών). Πεθαίνει ο πατέρας του.
1906 (16 ετών). Εγκαταλείπει το σχολείο. Στο Mein Kampf, εξωραΐζειτην τεμπελιά και τις αποτυχίες του ως αποτέλεσμα της «επανάστασης εναντίον του αυταρχικού πατέρα» του, παρά το γεγονός ότι ο πατέρας του πέθανε όταν ο Χίτλερ ήταν 13 χρονών και, συνεπώς, δεν μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο στα σχέδιά του.
1907 (17 ετών). Πρώτη αποτυχημένη προσπάθειά του να γίνει δεκτός ως σπουδαστής στην Ακαδημία των καλών τεχνών της Βιέννης. Θάνατος της μητέρας του από καρκίνο.
1908 (18 ετών). Δεύτερη αποτυχημένη προσπάθειά. Η Ακαδημία απορρίπτει την αίτηση του. Εκτοτε, δεν προσπάθησε να αποκτήσει ένα επάγγελμα ή να μάθει μια τέχνη και η ζωή του είναι τυπική ζωή ενός ανεπάγγελτου ημιμαθή που ζούσε στηριγμένος σε ένα μικρό επίδομα και ευκαιριακές πρόχειρες δουλειές,διακατεχόμενος από την ιδέα της παραγνωρισμένης και αδικημένης μεγαλοφυΐας (σύνδρομο τυπικό σε όλες τις περιπτώσεις των εξουσιοφρενών), μέχρι την είσοδό του στην πολιτική.
1909 (19 ετών). Εγκαθίσταται στη Βιέννη. Εκεί έρχεται σε επαφή με τις ρατσιστικές θεωρίες του Jörg Lanz von Liebenfels, τις αντισημιτικές ιδέες του Georg Ritter von Schonerer (που ήταν Fuhrer τουΠαγγερμανικού Κινήματος) και του δήμαρχου της Βιέννης Karl Lueger.Υπό την επίδρασή τους διαμορφώνεται η ιδέα της «ανώτερης φυλής» (Herrenrasse) που αργότερα θα αποτελέσει πυρηνικό στοιχείο της ιδεολογίας του Χίτλερ, παρόλο που ο ίδιος δεν αναφέρθηκε ποτέ στα πολιτικά του πρότυπα.
1909 (19 ετών). Καταλήγει σε ένα ίδρυμα αστέγων(Meldemannstraße) και βγάζει λίγα χρήματα πουλώντας πίνακές του στους δρόμους της Βιέννης.
1913 (23 ετών). Κληρονομεί τα περιουσιακά στοιχεία του πατέρα του και εγκαθίσταται στο Μόναχο. Διαβάζει τα έργα του ρατσιστή Χιούστον Στούαρτ Τσάμπερλεν (Houston Stewart Chamberlain).
1914 (24 ετών). Ο Χίτλερ αποφεύγει να υπηρετήσει τη θητεία του στον αυστριακό στρατό (δηλώνοντας έτσι την αντίθεσή του στον αυστροουγγρικό πολυεθνικισμό) και κατατάσσεται ως εθελοντής στο γερμανικό στρατό (16-8-1914).
1914-1918 (24-28 ετών). Υπηρετεί ως υποδεκανέας στο σύνταγμα Λιστ στο δυτικό μέτωπο. Τραυματίζεται και παρασημοφορείται δύο φορές (1914 και 1918). Η έρευνα στα αρχεία του στρατιωτικού νοσοκομείου της πόλης Πάζεβαλκ της Πομερανίας όπου μεταφέρθηκε αποδεικνύει ότι ο δεύτερος τραυματισμός του το 1918 (που είχε ως συνέπεια μια προσωρινή του τύφλωσή) δεν ήταν τραυματισμός αλλά τυπική εκδήλωση υστερικής τύφλωσης καισύμφωνα με τη διάγνωση του ψυχιάτρου του στρατιωτικού νοσοκομείο ο Χίτλερ«είναι ψυχοπαθής, απολύτως ακατάλληλος για ηγετικά αξιώματα». (ενώ ο ίδιος, υποστηρίζει στο MeinKampf ότι η απώλεια της όρασή του οφείλεται στα αέρια που χρησιμοποιούσε ο εχθρός).
1918 (28 ετών): Ο πόλεμος τελειώνει με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Στη Γερμανία εγκαθιδρύεται η Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ο Χίτλερ αρνιέται να συμβιβαστεί με την ιδέα της ήττας της Γερμανίας (την οποία απέδιδε στους Εβραίους, τους Μαρξιστές και τους ειρηνόφιλους) και με την μεταπολεμική οργάνωση της χώρας σε δημοκρατικές βάσεις (με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης).
1919 (29 ετών). Επιστρέφει στο στρατόπεδό του στο Μόναχο και προσπαθεί να παραμείνει στο στρατό.
Κατά την εξέγερση που ξεσπά στη Βαυαρία μετά τη δολοφονία του σοσιαλιστή ηγέτη Κουρτ Άισνερ (Kurt Eisner), παραμένει στο περιθώριο, αναμένοντας τις εξελίξεις. Μετά τη συντριβή του επαναστατικού καθεστώτος, προσλαμβάνεται ως έμμισθος πληροφοριοδότης από τη μυστική υπηρεσία του στρατού. Γνωρίζει ανθρώπους σαν τον λοχαγό Ερνστ Ρεμ (Ernst Rohm), που θεωρούν τον Χίτλερ χρήσιμο για την εξάπλωση της εθνικιστικής ιδεολογίας.
Στις 19 Οκτωβρίου 1919 γίνεται μέλος -με την άδεια των προϊσταμένων του- του «Γερμανικού Εργατικού Κόμματος» (DAP) που είχε ιδρυθεί από τον εργάτη Άντον Ντρέξλερ (Anton Drexler) και είχε ως άξονές του την ξενοφοβία, τον ρατσισμό και τον αντισημιτισμό.
1920 (30 ετών). Απολύεται από το στρατό. Προσλαμβάνεται ως κομματικό στέλεχος στο DAP (που, εν συνεχεία, θα μετονομαστεί σε«Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα», NSDAP) και συμμετέχει στη διαμόρφωση του προγράμματός του, επιβάλλοντας ένα«Πρόγραμμα 25 Σημείων» που αποσκοπούσε στον προσεταιρισμό των εργαζομένων (καλλιεργώντας το μίσος εναντίον των «διεθνών εκμεταλλευτών του γερμανικού λαού» και του κοινοβουλευτισμού).
1921 (31 ετών). Χάρη στην ικανότητά του στις μηχανορραφίες, εξαναγκάζει σε παραίτηση την ηγεσία του NSDAP, αναλαμβάνει την προεδρία του, καταργεί τη λήψη αποφάσεων με ψηφοφορία και επιβάλλει τη θεσμοποίηση της αρχής της τυφλής υπακοής στον Ηγέτη (Φίρερ).
1923 (33 ετών). Ο Χίτλερ σχεδιάζει ένα πραξικόπημα για τις 9 Νοεμβρίου 1923, με εργαλείο το NSDAP και την υποστήριξη μιας στρατιωτικής κλίκας υπό τον στρατηγό Λούντεντορφ (Ludendorff). Tο «πραξικόπημα», οπερετικό στη σύλληψη και την οργάνωσή του (που θα περάσει στην ιστορία ως «πραξικόπημα της μπυραρίας») έχει ως αποτέλεσμα να μη συμβεί απολύτως τίποτα στις 9/11/1923, εκτός από συλλήψεις ορισμένων στελεχών του NSDAP και του ίδιου του Χίτλερ.
1924 (34 ετών). Το Φεβρουάριο του 1924, ο Χίτλερ καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης 5 ετών. Αργότερα, η ποινή θα περιοριστεί σε 12 μήνες από τους οποίους ο Χίτλερ θα εκτίσει τους 10 και θα απολυθεί στο τέλος του ίδιου χρόνου. Πολλοί συνεργάτες του Χίτλερ αθωώνονται (μεταξύ αυτών και ο στρατηγός Lunderdorff).
1924 (34 ετών). Κρατούμενος στο βαυαρικές φυλακές του Λάντσμπεργκ, ο Χίτλερ υπαγορεύει στον συγκρατούμενό του Ρούντολφ Ες τον πρώτο τόμο μιας αυτοβιογραφίας του που έμελλε να περάσει στην ιστορία με τον τίτλο MeinKampf.
1925 (35 ετών). Εκδίδεται ο πρώτος τόμος του MeinKampf από το ναζιστικό εκδοτικό οίκο «Εκδόσεις Εερ» που διεύθυνε ο Μαξ Άμαν, στον οποίο οφείλεται και ο τελικός τίτλος του βιβλίου (ο Άμαν επέβαλε τον τίτλο MeinKampf αντί του αρχικού, πομπώδους και αντιεμπορικού, τίτλου που επέλεξε ο ίδιος ο Χίτλερ «Τεσσεράμισι χρόνια αγώνας εναντίον ψεμάτων, βλακείας και δειλίας»). Ο πρώτος τόμος, είχε περίπου 400 σελίδες, διατιμήθηκε 12 μάρκα (το διπλάσιο της τιμής των περισσότερων βιβλίων που πουλιόνταν στην Γερμανία τότε) και δεν σημείωσε καμιά εμπορική επιτυχία.
Ο Χίτλερ αποποιείται την αυστριακή υπηκοότητα και επανιδρύει το NSDAP, με σκοπό να κατακτήσει την εξουσία με νόμιμα μέσα.
1926 (36 ετών). Ο Χίτλερ συμπληρώνει τον δεύτερο τόμο του MeinKampf στο Μπερχτεσγκάντεν.
1927-1932 (37-42 ετών). Αναδιοργανώνει το NSDAP και οργανώνει τις σχέσεις του με ηγετικούς κύκλους της οικονομίας (που επιδιώκουν επιχειρηματικό κλίμα κατάλληλο για υψηλά κέρδη και προσδοκούν σε επαναλειτουργία της πολεμικής βιομηχανίας), της πολιτικής (που φοβούνται την άνοδο της επιρροής της αριστεράς και επιδιώκουν πολιτική σταθερότητα) και του στρατού (που επιθυμούν διακαώς την ακύρωση της Συνθήκης των Βερσαλλιών και την αποκατάσταση του στρατού).
1932 (42 ετών). Αποκτά τη γερμανική υπηκοότητα, πράγμα που του επιτρέπει να βάλει υποψηφιότητα στις εκλογές του 1932.
1933 (43 ετών). Στις 30 Ιανουαρίου 1933 ο Χίτλερ διορίζεταικαγκελάριος της Γερμανίας.
Στις 27 Φεβρουαρίου 1933, πράκτορες του NSDAP πυρπολούν το κοινοβούλιο (Ράιχσταγκ), με στόχο την ενοχοποίηση και τη συντριβή της αριστεράς (Σοσιαλδημοκράτες, Κομμουνιστές και συνδικάτα). Με δικαιολογία την πυρκαγιά του Ράιχσταγκ, ο Χίτλερ αποσπά από τον πρόεδρο Χίντενμπουργκ Αναγκαστικό Διάταγμα που επιτρέπει στον Χίτλερ να καταργήσει τα όλα τα πολιτικά δικαιώματα των πολιτών. Και αμέσως μεθοδεύει τη θέσπιση του λεγόμενου Εξουσιοδοτικού Νόμου(Ermachtigungsgesetz ή «νόμος αποτροπής κινδύνου για το λαό και το Ράιχ»), ο οποίος παραχωρεί στην κυβέρνηση όλη την νομοθετική εξουσία. Δεδομένου ότι ο Χίτλερ δεν διαθέτει την αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 στη βουλή που απαιτείται για την ψήφιση αυτού του νόμου, εκμεταλλεύεται την προσωρινή εξουσία του που απέκτησε με το Αναγκαστικό Διάταγμα και διατάζει τη σύλληψη όλων των βουλευτών του Κομμουνιστικού Κόμματος,KPD (81 άτομα) και πολλών βουλευτών του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, SPD. Έτσι,
Στις 24 Μαρτίου 1933, κατά την κρίσιμη ψηφοφορία για τονΕξουσιοδοτικό Νόμο, με θετική ψήφο όλων των κομμάτων (και αρνητική των βουλευτών του SPD που δεν συνελήφθησαν), η νομοθετική εξουσία παραχωρείται εξ’ ολοκλήρου στη χιτλερική κυβέρνηση και ανοίγει η αυλαία της ναζιστικής δικτατορίας του Τρίτου Ράιχ.
1934 (44 ετών). Στις 1 Ιουλίου 1933, ο Χίτλερ καθιερώνει τη «Δωρεά για τον Αδόλφο Χίτλερ της γερμανικής οικονομίας» (Adolf-Hitler-Spende der deutschen Wirtschaft): Όλες οι επιχειρήσεις είναι υποχρεωμένες να πληρώνουν ένα συγκεκριμένο ποσοστό από τα κέρδη τους στο NSDAP. Έτσι, στα επόμενα 11 χρόνια, ο Χίτλερ και το NSPAD δεν θα αντιμετωπίσουν κανένα οικονομικό πρόβλημα (μέχρι το 1945 συγκεντρώθηκαν περίπου 700 εκατομμύρια Μάρκα).
1934 (44 ετών). Στις 30 Ιουνίου 1934, δολοφονούνται με διαταγή του Χίτλερ περίπου 200 πολιτικοί του αντίπαλοι, μεταξύ των οποίων η ηγεσία των ναζιστικών SA(Τάγματα Εφόδου) και ο επικεφαλής τουςΕρνστ Ρεμ και άλλοι εξωκομματικοί παράγοντες (όπως, ο πρώην στρατηγός και καγκελάριος φον Σλάιχερ). Η επιχείρηση, που είναι γνωστή ως «η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών» ή «το πραξικόπημα του Ρεμ», έγινε με τη συνδυασμένη δράση του αρχηγού των SS Χάινριχ Χίμλερ και του Χέρμαν Γκέρινγκ που έχουν κάθε λόγο να εξουδετερώσουν τον Ρεμ, ομογάλακτο αλλά αντίπαλό τους στο εσωτερικό της ναζιστικής κλίκας. Στις 2 Αυγούστου 1934 πεθαίνει ο πρόεδρος Χίντενμπουργκ.
1935 (45 ετών). Ο γερμανικός στρατός μετονομάζεται από Reichswehrσε Wehrmacht και ορκίζεται πίστη στον Χίτλερ, ο οποίος από εδώ και εμπρός θα είναι και πρόεδρος του κράτους και θα φέρει τον τίτλο«Ηγέτης και Καγκελάριος» (Fuhrer und Reichskanzler).
1938 (48 ετών). Ο Χίτλερ αναλαμβάνει και την αρχηγία του στρατού. Ο δρόμος για την εφαρμογή των σχεδίων που περιγράφονται στο MeinKampf είναι ανοικτός.
1938 (48 ετών). Τα μέτρα εναντίον των Εβραίων κορυφώνονται τηΝύχτα των Κρυστάλλων (9 Νοεμβρίου 1938), κατά την οποία ο Γκέμπελς οργανώνει με διαταγή του Χίτλερ αγριότητες που προβάλλονται ως «αυθόρμητες εκδηλώσεις αντι-εβραϊκής λαϊκής οργής»: Σ’ ολόκληρη τη Γερμανία, Εβραίοι κακοποιούνται, εβραϊκά μαγαζιά λεηλατούνται, κοινότητες καταστρέφονται και συναγωγές πυρπολούνται.
1939 (49 ετών). Ο Χίτλερ διατάζει την εφαρμογή του Προγράμματος Ευθανασίας που έχει την κωδική ονομασία «Πρόγραμμα Τα-4» (Οκτώβριος 1939). Το πρόγραμμα υλοποιείται με τη δολοφονία τουλάχιστον 200.000 ανθρώπων που χαρακτηρίζονται ως σωματικά ή ψυχικά ανάπηροι, με τη χρήση πυροβόλων όπλων, αερίων, δηλητηρίων και ασιτίας. Η επιχείρηση γίνεται σε διάφορα νοσοκομεία και κλινικές που μετατρέπονται σε«Κέντρα Ευθανασίας»(Χαρτχάιμ, Χάνταμαρ, κ.α.).
1939-1945 (49-55 ετών). Λαμβάνει χώρα το κυρίως μέρος της Τραγωδίας. Πόλεμος: Κατακτήσεις, Καταστροφές, Ερείπια. Μαζικές εξοντώσεις (Εβραίων, Τσιγγάνων, Σλάβων): Νύχτα των Κρυστάλλων, Προγράμματα Ευθανασίας, Τελική Λύση.
1945 (55 ετών). Στις 19 Μαρτίου 1945 ο Χίτλερ δίνει τη διαταγή«Νέρων», με βάση την οποία η Βέρμαχτ, κατά την υποχώρησή της, πρέπει να καταστρέφει οτιδήποτε θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τον εχθρό (εργοστάσια και έργα υποδομής, μέσα ανεφοδιασμού και κάλυψης, σοδειές), προκειμένου ο εχθρός να καταλάβει μόνο καμένη γη, σύμφωνα με το χιτλερικό δίλημμα «νίκη ή καταστροφή».
Στις 29 Απριλίου 1945, ο Χίτλερ παντρεύεται τη σύντροφο τουΕύα Μπράουν στο καταφύγιο όπου είναι εγκλωβισμένος τις τελευταίες μέρες της ζωής του μαζί με μερικούς πιστούς του.
Στις 30 Απριλίου 1945, ο Χίτλερ και η Μπράουν αυτοκτονούν με δηλητήριο. Ο Μάρτιν Μπόρμαν, φροντίζει να καούν τα πτώματα και τα υπολείμματα τους να θαφτούν έξω από το καταφύγιο. Από εκεί τα παραλαμβάνονται από τους Σοβιετικούς και διατηρούνται μέχρι τη δεκαετία 1970, οπότε καταστρέφονται τελείως και πετιούνται στον Ελβα με διαταγή του τότε αρχηγού της KGBΓιούρι Αντρόποφ.
Μ’ αυτή τη σκηνή έπεσε η αυλαία σε ένα έργο που ξεκίνησε ως οπερέτα ή επιθεώρηση (1889-1932),πραγματώθηκε ως ανείπωτη τραγωδία (1933-1945) και κατέληξε ως μελόδραμα (30/4/1945), μ’ ένα φινάλε που ίσως θα μπορούσε να το είχε φανταστεί ο Ρίχαρντ Βάγκνερ για ένα «Λυκόφως των Παλιάτσων». Η Γερμανία έχει συντριβεί.
Η διαδρομή του MeinKampf
Το 1945, όταν οι Σύμμαχοι κατέσχεσαν τα λογιστικά βιβλία και τις αποδείξεις του ναζιστικού εκδοτικού οίκου «Εκδόσεις Έερ», κατέστη ολοφάνερο ότι οι πωλήσεις του MeinKampf ήταν σε απλή συνάρτηση με την εξέλιξης της πολιτικής επιρροής του Ναζιστικού Κόμματος:
Μ’ άλλα λόγια, η τύχη του MeinKampf εξαρτιόταν από την τύχη του Χίτλερ και του κόμματός του. Κι αυτά με τη σειρά τους, εξαρτιόταν από την τροπή της γερμανικής ιστορίας μετά το 1925. Συνεπώς, είναι η τραγική εξέλιξη του κόσμου που καθόρισε τη μοίρα του MeinKampf και όχι το MeinKampf που καθόρισε την τραγική εξέλιξη του κόσμου.
Το MeinKampf κατά την περίοδο της σταθερότητας της Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1923-1929) περνάει σχεδόν απαρατήρητο: Είναι κτήμα μιας μικρής ομάδας φανατικών που το αντιμετωπίζουν ως «νέο πολιτικό ευαγγέλιο», ενώ για την συντριπτική πλειοψηφία των Γερμανών φαντάζει ως«παραλήρημα ενός μεγαλομανούς υστερικού που η θέση του είναι στο φρενοκομείο».
To ίδιο έργο, κατά την περίοδο της κρίσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1929-1933), κατά την οποία ενισχύεται το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, προωθείται συστηματικά και οι πωλήσεις του φτάνουν τo 1.000.000 αντίτυπα το 1933. Όπως γράφει ο Λούντβιχ: «Το 1933, ο Γερμανικός λαός βρισκόταν σε μια κατάσταση που τον καθιστούσε επικίνδυνα επιρρεπή στον φασιστικό βάκιλο. Οι Γερμανοί δοκίμασαν να βρουν το δρόμο της επιστροφής στην κανονική ζωή και τον εθνικό αυτοσεβασμό, αλλά τον βρήκαν κλεισμένο από την προκατάληψη και την παρανόηση. Τα μεγάλα κράτη ενδιαφέρονταν μόνον για τις αποζημιώσεις. Τα γερμανικά εργατικά κόμματα, που θα μπορούσαν να είχαν βοηθήσει, ήταν μοιρασμένα σε μισή δωδεκάδα αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Όλα αυτά διαδραματίζονταν με φόντο χρωματισμένο από έναν αιώνα έξαλλου εθνικισμοί. Ο γερμανικός λαός είχε φτάσει σ’ ένα σημείο, όπου η τάξη και η ασφάλεια φαίνονταν να έχουν μεγαλύτερη σημασία από την πολιτική ελευθερία που είχε καταστεί συνώνυμη με ταραχές και αιματοχυσία. Ο Χίτλερ κατανοούσε αυτή την κατάσταση και τη χρησιμοποιούσε για τους δικούς του σκοπούς, βοηθημένος από την ικανότητά του για οργάνωση και προπαγάνδα και από την προθυμία των Γερμανών βιομηχάνων να χρηματοδοτήσουν τις εκστρατείες του».
Από το 1934, το MeinKampf καθίσταται υποχρεωτικό ανάγνωσμα για όλες τις οικογένειες, τους νεόνυμφους, τους μαθητές, για κάθε Γερμανό. Αλλά, δυστυχώς, λίγοι έμπαιναν στον κόπο να το διαβάσουν.
Ίσως εάν είχε μελετηθεί προσεκτικά από τους Γερμανούς και τους ξένους πολιτικούς πριν από το 1933 που υπήρχε ακόμη δυνατότητα να ελεγχθεί η κατάσταση,οι εξελίξεις στη Γερμανία και τον υπόλοιπο κόσμο να ήταν διαφορετικές.
Γιατί στο MeinKampf υπήρχαν όλα όσα σκόπευε να κάνει ο Χίτλερ μετά την κατάληψη της εξουσίας: Το Τρίτο Ράιχ που θα επέβαλε στη Γερμανία. Η Νέα Τάξη που θα επέβαλε στην Ευρώπη. Ο παγγερμανισμός, ο ρατσισμός και ο αντισημιτισμός.
Όλα αυτά εκτίθενται λεπτομερώς, με σαφήνεια, ωμότητα και κυνισμό στο MeinKampf. Συνεπώς, κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει το συγγραφέα του ότι εξαπάτησε το γερμανικό λαό και τους ξένους πολιτικούς σε σχέση με τα σχέδια που είχε σκοπό να εφαρμόσει μετά την κατάληψη της εξουσίας.
Η κοσμοθεωρία
Το MeinKampf είναι ένα συνονθύλευμα ιδεών στον πυρήνα των οποίων βρίσκονται τρία σταθερά στοιχεία (παγγερμανισμός,ρατσισμός και αντισημιτισμός) και στην περιφέρειά τουςκινούνται ασταμάτητα στοιχεία δανεισμένα από το μπολσεβικισμό και τον φασισμό που συνδυάζονται με τα αντεπαναστατικά και εθνικιστικά στερεότυπα που κυκλοφορούσαν στη Γερμανία από την εποχή του Φίχτε (και αφορούσαν τον πόλεμο, την ήττα και την επανάσταση).
Ρατσισμός
Στα τέλη του 19ου αιώνα, σημειώθηκε στη Γερμανία μια εντυπωσιακή ενδυνάμωση του παγγερμανισμού, η οποία ενισχύθηκε αποφασιστικά από έναν ρατσισμό που, παραδόξως δεν γεννήθηκε στη Γερμανία αλλά στη Γαλλία και την Αγγλία, έχοντας ως βασικά του αντιστηρίγματα ορισμένα βιβλία:
Ο Γάλλος κόμης Arthur de Gobineau (1816-1882), αποκαλούμενος και «πατέρας της ρατσιστικής ιδεολογίας», διπλωμάτης και συγγραφέας του βιβλίου «Δοκίμιο για την ανισότητα των ανθρώπινων φυλών»(1853-55), που υποστήριζε ότι «η εθνική ανισότητα είναι έμφυτη και διαρκής. Η πρωτοκαθεδρία μεταξύ των φυλών ανήκει στη λευκή φυλή. Στους κόλπους της λευκής φυλής, η κυριαρχία ανήκει στους Αρίους, και μεταξύ των Αρίων ανήκει στογερμανικό κλάδο τους»). [Michael Biddiss: Father of racist ideology. The social and political thought of Count Gobineau,Weybright & Talley, N.Υ., 1970), σ. 3]
Ο Γάλλος Georges Vacher de Lapouge (1854-1936), κύριος εκπρόσωπος του μύθου της άριας φυλής και συγγραφέας του βιβλίου «O “Αριος και ο κοινωνικός του ρόλος» (1899), που υποστήριζε ότι «οι συστηματικές μέθοδοι επιλογής μπορούν να ανανεώσουν το ανθρώπινο είδος με ό,τι απέμενε από τους γνήσιους Αρίους και να αποτρέψουν τον εκφυλισμό της ανθρωπότητας».
O Γάλλος Gustave Le Bon (1841-1931), συγγραφέας του βιβλίου«Ψυχολογία των Όχλων» που επηρέασε αποφασιστικά τη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής ρατσιστικής σκέψης και «πολλές παράγραφοι του MeinKampf αποτελούν ιδεολογική επεξεργασία των απόψεων του LeBon».
Ο Άγγλος Houston Stewart Chamberlain (1855-1927), γιος ναυάρχου, γαμπρός του Ρίχαρντ Βάγκνερ και συγγραφέας του βιβλίου «Τα θεμέλια του 20ου Αιώνα» (1899),υποστήριζε ότι «δεν ήταν το παν τα φυσικά χαρακτηριστικά, γιατί το ουσιαστικό ήταν να κατέχει κανείς τη φυλή του μέσα στην συνείδηση του… και σ’ αυτή την κατεύθυνση, το έθνος ως πολιτικό οικοδόμημα, είχε να παίξει αποφασιστικά ρόλο, δημιουργώντας τις αναγκαίες συνθήκες για τη ζωή των φυλών» και ότι «οι Εβραίοι είναι ο μεγαλύτερος εχθρός των Αρίων». Θαυμαστής του Χίτλερ, ο Chamberlain γράφει στο είδωλό του: «Υπάρχει μια βία που αρχίζει και τελειώνει στο χάος. Υπάρχει όμως και μια βία που δημιουργεί νέους κόσμους. Πιστεύω πως η Ιστορία θα σας τοποθετήσει μια μέρα ανάμεσα στους μεγάλους οικοδόμους της και όχι ανάμεσα στους καταστροφείς της. Ποια άλλη απόδειξη χρειάζεται για τη ζωτικότητα της Γερμανίας από το γεγονός ότι σας ανέδειξε τη στιγμή που διέτρεχε το μεγαλύτερο κίνδυνο;»
Ο Σκωτσέζος Robert Knox (1798-1862), καθηγητής της ανατομίας, θεμελιωτής του βρετανικού ρατσισμού και συγγραφέας του βιβλίου «Οι ανθρώπινες Φυλές» (1850), υποστηρίζει «τη φυλετική ανωτερότητα των Σαξόνων και των Σλάβων και τη φυλετική κατωτερότητα των Εβραίων και των Τσιγγάνων που ζουν ως παράσιτα χάρη στην κουτοπονηριά που τους διακρίνει και είναι άνθρωποι πανούργοι, δολοπλόκοι και κερδοσκόποι». [Rh. D. Curtin: The Image of Africa, British ideas and actions, 1780-1850, London, 1965,, σ. 50 καιR. Knox, The Races of Men: A Philosophical Enquire into the Influence of Race over the Destinies of Nations, London, 1862, σ. 50]
Είναι μάλλον βέβαιο ότι ο Χίτλερ δεν γνώριζε από πρώτο χέρι τα έργα των παραπάνω συγγραφέων που εξυμνούσαν τον «Άριο». Αλλά η ανάγνωση του MeinKampf οδηγεί στη διαπίστωση ότι τοεθνικοσοσιαλιστικό δόγμα της φυλής του Χίτλερ (η πίστη στη φυλή και στην οργάνωση που θα έπρεπε να εφαρμόσει μια συνειδητή φυλετική πολιτική), είναι ένα συνονθύλευμα από τους ισχυρισμούς αυτών των συγγραφέων που, αργότερα θα συγκεκριμενοποιηθεί από τον Ρόζενμπεργκ και θα τελειοποιηθεί από τον Γκίντερ.
Το βασικό θέμα, που επαναλαμβάνεται συνεχώς στο MeinKampf, είναι η«φυλή», η «καθαρότητα της φυλής» και η«φυλετική υπεροχή», χωρίς να ορίζεται πουθενά το «τί είναι η φυλή». Απλώς, διακηρύσσεται αξιωματικά ότι: «Η ανθρωπότητα είναι μοιρασμένη σε τρεις ομάδες: τους δημιουργούς πολιτισμού, που είναι μόνο οι Άριοι ή Βόρειοι (και ειδικά, οι Γερμανοί), τους φορείς πολιτισμού, όπως οι Γιαπωνέζοι, και τους καταστροφείς του πολιτισμού, όπως οι Εβραίοι και οι Νέγροι… Η ισότητα των φυλών δεν υπήρξε ποτέ σκοπός της φύσης. Οι φυλές δεν είναι ίσες, όπως και τα άτομα δεν είναι ίσα. Μερικοί γεννιούνται ανώτεροι από άλλους… Οι Γερμανοί, ως η ισχυρότερη φυλή του κόσμου, θα πρέπει να κυβερνήσουν τις κατώτερες φυλές της γης».
Αντισημιτισμός
Όπως διαπιστώνει ο Βερμέιγ στο βιβλίο του Οι Δογματικοί της Γερμανικής Επανάστασης: «Ο γερμανικός αντισημιτισμός (που είναι πολύ παλιότερος από τον Χίτλερ, ο οποίος έμελλε να τον εντείνει μέχρι δολοφονικής υστερίας), από την εποχή του Φίχτε παρουσιάζεται ως μια μορφή της πάλης της γερμανικής σκέψης (που είναι βασικά εθνικιστική) εναντίον όλων των Διεθνών: της Καθολικής, της αστικής, της κεφαλαιοκρατικής και φιλελεύθερης, της σοσιαλιστικής, της μαρξιστικής. Στο εσωτερικό όλων αυτών των Διεθνών, εμφανίζεται ως κεντρικό δρών στοιχείο ο Εβραίος, με αποτέλεσμα ο αντισημιτισμός να παίρνει τη μορφή βασικού δόγματος».
Ο γερμανικός αντισημιτισμός που δηλητηρίαζε τη γερμανική κοινωνία κατά τον 19ο αιώνα, στην περίοδο 1916-1917 είχε εκφραστεί με μια αντισημιτική εκστρατεία που είχε ως επίκεντρο τα «Πρωτοκόλλα των σοφών της Σιών», ενός πλαστού «ντοκουμέντου» που κατασκεύασαν πράκτορες της τσαρικής Οχράνα, στο οποίο οι Εβραίοι αυτο-αποκαλύπτονταν ότι «επιδίωκαν την παγκόσμια ηγεμονία και την καταστροφή των χριστιανικών κρατών, μέσω της δημοκρατίας, του σοσιαλισμού, του κομμουνισμού, της αναρχίας και του πολέμου» και ότι«προκάλεσαν τον πόλεμο του 1914 προκειμένου να εξαντλήσουν τους λαούς και να εξασφαλίσουν την κυριαρχία του εβραϊκού κεφαλαίου».
Συνεχιστής αυτού του ρεύματος, ο Χίτλερ, όπως εκτίθεται στο MeinKampf, διαχειρίζεται τον αντισημιτισμό με τρόπο να προσφέρει στη μάζα («που έχει στοιχειώδη νοημοσύνη»)έναν ορατό και προσεγγίσιμο «εχθρό», εναντίον του οποίου θα στραφεί η εχθρότητά της και θα πυροδοτηθεί η αστόχαστη «δράση για τη δράση» και «για «τυφλή φυγή προς τα εμπρός», που είναι στοιχεία αναγκαία σε κάθε μαζικό κίνημα. Έτσι, ανακαλύφθηκε εκ νέου ο Εβραίος, που κατά την άποψη του Χίτλερ«είναι πρωταρχικά διεθνιστής κερδοσκόπος καI εκμεταλλευτής, συνήθως σοσιαλιστής ή κομμουνιστής».
Ο αντισημιτισμός του Χίτλερ και των εθνικοσοσιαλιστών που αναπτύσσεται θεωρητικά στο MeinKampf, θα αρχίσει να υλοποιείται αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους ναζί (1933) και θα ολοκληρωθεί με την Τελική Λύση του εβραϊκού ζητήματος (Ολοκαύτωμα) με την εξόντωση περίπου έξι εκατομμυρίων Εβραίων.
Οι διακρίσεις σε βάρος των Εβραίων στη Γερμανία αρχίζουν αμέσως μετά την έκδοση του Εξουσιοδοτικού νόμου(24 Μαρτίου 1933):
Τον Απρίλιο του 1933, η χιτλερική κυβέρνηση οργανώνει μποϊκοτάρισμα των εβραϊκών μαγαζιών και με διαδοχικά διατάγματα μετατρέπει σταδιακά του Γερμανοεβραίους σε πολίτες έσχατης κατηγορίας: Με μια σειρά μέτρων (που έλκουν την καταγωγή τους από τις βούλες του Πάπα Ιννοκέντιου Ι’ κατά των Εβραίων στο χώρο κυριαρχίας της καθολικής εκκλησίας), οι Γερμανο-εβραίοι στερούνται του δικαιώματος να δουλεύουν στο δημόσιο, όσοι δουλεύουν σ’ αυτό απολύονται (διάταγμα της 7ηςΑπριλίου 1933), αποκλείονται βαθμιαία από πολλούς άλλους τομείς και τους απαγορεύεται να εργαστούν με ή για μη-Εβραίους πολίτες.
To 1935, με τη θέσπιση των ρατσιστικών «νόμων της Νυρεμβέργης», απαγορεύεται ο γάμος και οι σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ Εβραίων και μη Εβραίων.
Μεθοδεύεται η «αριοποίηση» των εβραϊκών περιουσιών που μεταβιβάζονται σε μη Εβραίους με την καταβολή ασήμαντης αποζημίωσης στους πρώην ιδιοκτήτες τους.
Στους Εβραίους που επιθυμούν να μεταναστεύσουν επιβάλλεται ένας ειδικός «φόρος φυγής από το Ράιχ» που αποσκοπεί στο να τους απογυμνώσει περιουσιακά όταν εγκαταλείπουν τη Γερμανία.
Στις 9 Νοεμβρίου 1938, τα μέτρα εναντίον των Εβραίων θα κορυφωθούν τη Νύχτα των Κρυστάλλων, κατά την οποία ο Γκέμπελς οργανώνει με διαταγή του Χίτλερ αγριότητες που προβάλλονται ως «αυθόρμητες εκδηλώσεις αντι-εβραϊκής λαϊκής οργής»: Σ’ ολόκληρη τη Γερμανία, Εβραίοι κακοποιούνται, εβραϊκά μαγαζιά λεηλατούνται, κοινότητες καταστρέφονται και συναγωγές πυρπολούνται.
Κατά το προκαταρκτικό στάδιο της εξόντωσης των Εβραίων, τα μέτρα εναντίον τους επεκτείνονται από τους Γερμανοεβραίους σε όλους τους Εβραίους των κατεχόμενων χωρών: Όλοι οι Εβραίοι υποχρεώνονται να φορούν στο στήθος ένα κίτρινο αστέρι (1 Σεπτεμβρίου 1941) και να ζουν έγκλειστοι σε γκέτο (ειδικές περιοχές που καθορίζονται από τις αρχές κατοχής). Τους απαγορεύεται η μετανάστευση, η χρησιμοποίηση αυτοκινήτων ή δημοσίων μέσων μεταφοράς, η κατοχή ραδιοφώνων, κ.α.
Πυκνώνουν οι μεταφορές Εβραίων στα υπάρχοντα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και θανάτου, ενώ, συγχρόνως, χτίζονται νέα στρατόπεδα όπως το Άουσβιτςκαι το Μαϊντάνεκστην κατεχόμενη Πολωνία (1942) που θα εξυπηρετήσουν την βιομηχανικά οργανωμένη εξόντωση των «κατώτερων φυλών» (Εβραίοι, Ρόμα, Πολωνοί, Ρώσοι, κ.α.), αντιπολιτευόμενων Γερμανών, σεξουαλικά διαφορετικών (ομοφυλόφιλοι) και άλλων.
Εσωτερική Πολιτική
Οργάνωση του κράτους. Οι ιδέες του Χίτλερ για τη φύση του μελλοντικού ναζιστικού κράτους είναι αρκετά σαφείς στο MeinKampf: Στόχος του ένα κράτος που (α)θα βασίζεται στη φυλή, (β) θαπεριλαμβάνει όλους τους Γερμανούς πού ζουν εντός και εκτός των συνόρων του, και (γ) θα λειτουργεί με βάση την απόλυτη δικτατορία του Ηγέτη (δηλαδή, του ίδιου), ο οποίος θα περιβάλλεται από ένα επιτελείο μικρότερων ηγετών που θα ενεργούν ως ιμάντας μεταβίβασης των διαταγών του προς τους κατωτέρους τους.
Στο Τρίτο Ράιχ δεν θα υφίστανται κανενός είδους «δημοκρατικές ανοησίες» και θα κυβερνιέται με βάση την αρχή του ενός αρχηγού («Φίρερ πριντσίπ»). Δηλαδή, θα είναι μια δικτατορία.
Οικονομία. Στο MeinKampf, ο Χίτλερ δεν κάνει καμιά αναφορά σε κάποιο οικονομικό σχέδιο, ούτε εκφράζει κάποια άποψη για τις οικονομικές βάσεις του Τρίτου Ράιχ που ευαγγελίζεται, περιοριζόμενος σε μια ευκαιριακή αναφορά σε κάποιες αόριστες «οικονομικές βουλές»,«επαγγελματικές βουλές» και μια «κεντρική οικονομική βουλή» που «θα διευθύνει τη λειτουργία της εθνικής οικονομίας».
Απολύτως άσχετος με τα οικονομικά θέματα, ο Χίτλερ θεωρούσε πως το πρωταρχικό εργαλείο ήταν η πολιτική δύναμη και ότι η οικονομία θα προσαρμοζόταν αυτομάτως στις απαιτήσεις και τους σκοπούς της πολιτικής εξουσίας:
«Το κράτος δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με καμιά συγκεκριμένη οικονομική αντίληψη… Το κράτος είναι ένας φυλετικός οργανισμός και όχι μια οικονομική οργάνωση. Η εσωτερική δύναμη ένας κράτους σπανίως συμπίπτει με τη λεγόμενη οικονομική ευημερία. Η οικονομική ευημερία, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, φαίνεται να προαναγγέλλει την επικείμενη κατάπτωση του κράτους. Η Πρωσία, αποδεικνύει με θαυμαστή καθαρότητα, ότι εκείνο που καθιστά δυνατό το σχηματισμό ενός κράτους είναι τα ιδεώδη και οι αρετές και όχι τα υλικά πλεονεκτήματα. Γιατί μόνο υπό την προστασία [αυτών των αρετών] μπορεί ν” ανθίσει η οικονομική ζωή. Πάντοτε, στη Γερμανία, όταν παρουσιαζόταν μια ενδυνάμωση της πολιτικής ισχύος, άρχιζαν να βελτιώνονται και οι οικονομικές συνθήκες. Αλλά, πάντοτε όμως, όταν η οικονομία γινόταν το μοναδικό περιεχόμενο της ζωής τον λαού μας και αποδυνάμωνε τα ιδεώδη και τις αρετές, το κράτος κατέρρεε, παρασύροντας στην πτώση του και την οικονομική ζωή».
Εξωτερική Πολιτική
Κεντρικό ζήτημα στο MeinKampf, είναι η εκ νέου ανάδειξη της Γερμανίας σε παγκόσμια δύναμη ως αναγκαία προϋπόθεση για να διεκδικήσει την παγκόσμια κυριαρχία. Ο Χίτλερ ασχολείται μ’ αυτό το θέμα τόσο στον πρώτο (1924) όσο και στον δεύτερο (1926) τόμο του έργου. Ο πρώτος τόμος υπαγορεύτηκε από τον Χίτλερ στον Ες το 1924, κατά τη διάρκεια της κράτησής του στις φυλακές μετά το αποτυχημένο «Πραξικόπημα της Μπυραρίας» (Μόναχο, 1923). Ο δεύτερος τόμος ολοκληρώθηκε το 1926.
Στο MeinKampf, η εξωτερική πολιτική προκύπτει ως αποτέλεσμα της εσωτερικής πολιτικής και έχει δύο στρατηγικούς στόχους.
Στόχος πρώτος: Η καταστροφή της Γαλλίας. Η Γαλλία «είναι θανάσιμος εχθρός του Γερμανικού λαού» και έχει ως πάγιο σκοπό «να καταστήσει τη Γερμανία διαμελισμένη και ανήμπορη, ένα συνονθύλευμα από μικρά κράτη». Συνεπώς, ήταν αναγκαία «μια τελευταία δυναμική αναμέτρηση με τη Γαλλία, ένας τελευταίος αποφασιστικός αγώνας… που θα βάλει τέλος στον αιώνιο και ατελέσφορο αγώνα ανάμεσα στη Γερμανία και τη Γαλλία». Σ’ αυτόν τον αγώνα, «η Γερμανία θεωρεί την καταστροφή της Γαλλίας ως ένα μέσο που θα την καταστήσει αργότερα ικανή να προσφέρει στο Γερμανικό λαό την επέκταση που θα γίνει σε άλλη κατεύθυνση».
Στόχος δεύτερος: Η επέκταση στην Ανατολή. Η Γερμανία έχει ανάγκη και δικαίωμα σε «ζωτικό χώρο» και πρέπει να κάνει χρήση αυτού του δικαιώματος, επεκτεινόμενη στην Ανατολή.
Αρχικά, ορίζεται ο σκοπός της εξωτερικής πολιτικής: «Σήμερα, η εδαφική πολιτική δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στο Καμερούν, αλλά σχεδόν αποκλειστικά στην Ευρώπη… Η Γερμανία πρέπει να επεκταθεί στην Ανατολή, κυρίως, σε βάρος της Ρωσίας».
Στη συνέχεια, προσδιορίζεται το μέσο. Όπως γράφει στον πρώτο τόμο: «Το έδαφος υπάρχει για το λαό που έχει τη δύναμη να το κατακτήσει… Σύμφωνα με το νόμο της αυτοσυντήρησης, ό,τι δεν παίρνεται με την πειθώ, καταχτιέται με την πυγμή… Η απόχτηση νέων εδαφών ήταν δυνατή μόνον στην Ανατολή. Αν θέλουμε γη στην Ευρώπη, μπορούμε να την αποχτήσουμε μόνο σε βάρος της Ρωσίας. Αυτό σημαίνει ότι το νέο Ράιχ πρέπει να βαδίσει εκ νέου το δρόμο των Τευτόνων Ιπποτών και το γερμανικό σπαθί να κερδίσει χώμα για το γερμανικό αλέτρι και ψωμί για το γερμανικό έθνος». Και επαναλαμβάνει στον δεύτερο: «Μόνο μια μεγάλη έκταση σ” αυτή τη γη εξασφαλίζει σ’ ένα έθνος την ελευθερία της ύπαρξης. Χωρίς να λογαριάζει παραδόσεις και προκαταλήψεις (το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα) πρέπει να βρει το θάρρος να συγκεντρώσει το λαό μας και τη δύναμη του για ν’ ακολουθήσει το δρόμο που θα οδηγήσει τον λαό από το σημερινό περιορισμένο ζωτικό χώρο του σε νέα γη και χώμα. Το Εθνικοσοσιαλιστικό Κίνημα πρέπει να προσπαθήσει να καταργήσει την ασυμφωνία που υπάρχει ανάμεσα στο μέγεθος του πληθυσμού της χώρας μας και στην έκταση του εδάφους της, η οποία πρέπει να αντιμετωπίζεται τόσο ως πηγή των μέσων συντήρησης όσο και ως παράγοντας πολιτικής ισχύος. Πρέπει να επιμείνουμε ακλόνητοι στους σκοπούς μας… για να εξασφαλίσουμε στο γερμανικό λαό την έκταση γης που δικαιούται».
Αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει μόνο με την άρση της ισχύος τηςΣυνθήκης των Βερσαλλιών (που «πρέπει να καταργηθεί») και την αποκατάσταση της Γερμανίας στα σύνορα του 1914. Ο Χίτλερ ενδιαφέρεται για το πρώτο και αδιαφορεί για το δεύτερο: «Το αίτημα για την αποκατάσταση των συνόρων του 1914 είναι ένας πολιτικός παραλογισμός με τέτοιες διαστάσεις και συνέπειες που τον κάνουν να φαίνεται ως έγκλημα. Εκτός από το γεγονός ότι το 1914 τα σύνορα του Ράιχ δεν ήταν ούτε πλήρη (με την έννοια ότι δεν αγκάλιαζαν όσους ανήκαν στο γερμανικό έθνος), ούτε λογικά από την άποψη της γεωστρατιωτικής αποτελεσματικότητας. Δεν ήταν το αποτέλεσμα μιας μελετημένης πολιτικής ενεργείας αλλά προσωρινά σύνορα που προέκυψαν από ένα πολιτικό αγώνα ο οποίος δεν είχε τελειώσει… Εξίσου δικαιολογημένα, θα μπορούσε κανείς να διαλέξει κανείς μια άλλη ημερομηνία της γερμανικής ιστορίας και να δηλώσει ότι σκοπός της εξωτερικής πολιτικής είναι η αποκατάσταση των συνθηκών εκείνης της εποχής… Eμείς οι Εθνικοσοσιαλιστές ξεκινάμε από εκεί που διακόψαμε πριν εξακόσια χρόνια περίπου. Σταματάμε την άσκοπη γερμανική κίνηση προς το νότο και τη δύση και στρέφουμε το βλέμμα μας στη γη της Ανατολής… Αν μιλάμε για ευρωπαϊκή γη σήμερα, δεν μπορούμε παρά να έχουμε πρωταρχικά στο νου μας τη Ρωσία και τα υποτελή σ’ αυτή κράτη που την περιβάλλουν… Οι μεγάλες στέπες στην Ανατολή, μετά την κατάρρευση της Ρωσίας, θα μπορούσαν να καταληφθούν εύκολα χωρίς να κοστίσουν πολύ σε αίμα στην Γερμανία».
Το σχέδιο εφαρμόστηκε με ακρίβεια: Η Γαλλία κατακτήθηκε και η Γερμανία επεκτάθηκε στην Ανατολή. Πρώτα καταλήφθηκαν οι γειτονικές χώρες που κατοικούνταν από γερμανόφωνους πληθυσμούς (η Αυστρία, η περιοχή των Σουδητών στην Τσεχοσλοβακία, το δυτικό τμήμα της Πολωνίας και το Ντάντσιχ) και στη συνέχεια η Ρωσία.
Προς τι λοιπόν η δήθεν «έκπληξη» και οι «διαμαρτυρίες»των ηγετών που διαχειρίζονταν την πολιτική εξουσία στις ευρωπαϊκές χώρες (Τσάμπερλεν, Νταλαντιέ, Τσόρτσιλ, κ.α.), οι οποίοι:
Όταν ο Εθνικοσοσιαλισμός έκανε τα πρώτα του βήματα, τον πριμοδοτούσαν ποικιλοτρόπως, ελπίζοντας να τον χρησιμοποιήσουν ως ανάχωμα του κομμουνισμού στο εσωτερικό της ηττημένης Γερμανίας. Και
Όταν κατέλαβε την εξουσία, τον αντιμετώπιζαν με πολιτικές κατευνασμού, ελπίζοντας ότι θα παρέκαμπτε το πρώτο μέρος του σχεδίου του (εξουδετέρωση των χωρών της δυτικής Ευρώπης) και θα περιοριζότανε στο δεύτερο (επέκταση στην Ανατολή, σε βάρος της Ρωσίας);
Και προς τι, οι αντιναζιστικές κορώνες του Στάλιν, τη στιγμή που ο Χίτλερ και ο Στάλιν διαπραγματεύτηκαν, συμφώνησαν και εφάρμοσαν την πρώτη έγγραφη και επίσημη «κατανομή ζωνών επιρροής» στη σύγχρονη ιστορία, με το Γερμανο-σοβιετικό Σύμφωνο μη-Επίθεσης (23 Αυγούστου 1939);
Γιατί είναι προφανές ότι ο Χίτλερ μπορεί να επικριθεί, να αποδοκιμαστεί και να καταδικαστεί για οτιδήποτε άλλο, εκτός από το ότι δεν προειδοποίησε την ανθρωπότητα για τα ανθρωποθυσιαστικά του σχέδια, τα οποία, δυστυχώς, εφαρμόστηκαν με τη συνενοχή των υποψηφίων θυμάτων του.
Επίλογος
Στην εξελικτική πορεία των ανταγωνιστικών κοινωνιών διαφοροποιείται συνεχώς ο «ύψιστος νόμος» που επικαλείται κατά καιρούς η Εξουσιαστική Διεθνής για να δικαιολογήσει την ύπαρξή της και να ενισχύσει τη θέση της.
Η «σωτηρία» της ιδέας, της φυλής, της πατρίδας, της θρησκείας, τουέθνους, του κράτους ή του πολιτισμού και η «υπεράσπιση» της βούλησης του θεού ή της θείας πρόνοιας και των «νόμων» της φύσης ή τηςιστορίας από τους αυτο-διορισμένους αποκλειστικούς κατόχους της γνώσης αυτών των «βουλήσεων» και των «νόμων», συνθέτουν μια ατέλειωτη αλυσίδα αφαιρέσεων που «νομιμοποιούν» τις μεμονωμένες δολοφονίες και τις μαζικές ανθρωποθυσίες οι οποίες σηματοδοτούν την παθολογία της εξουσίας.
Oι τελετουργικές ανθρωποθυσίες, οι μαζικές εξοντώσεις, τα βασανιστήρια, τα πογκρόμ, οι πυρές της Ιερής Εξέτασης, το Χάνταμαρ, το Νταχάου, το Άουσβιτς και το Γκουλάγκ είναι τυπικά και σταθερά επαναλαμβανόμενα συμπτώματα της εξουσιαστικής σχιζοφρένειας που όλο και πιο γοργά αποσυνθέτει την ανθρώπινη κοινωνία.
«Η γoνεoποίηση της εξουσίας και η βρεφoποίηση της κοινωνίας» [T. Szasz: Το Δεύτερο Αμάρτημα, Αθήνα, Αβραάμ, 1982, σ. 15]ήταν και παραμένει ο ιστορικά αμετάλλακτος στόχος όλων των διαχειριστών της «νόμιμης» βίας, ανεξάρτητα από τις πολιτικές και ιδεολογικές ενδυμασίες τους. Μόνο τα μέσα που χρησιμοποιούν οι εξουσιοφρενείς αλλάζουν, ανάλογα με τις ανάγκες και τις τεχνολογικές δυνατότητες κάθε ιστορικής εποχής, με σκοπό πάντα την αναγωγή του ανθρώπου σε απλό ανιστορικό είδος πλάι στα άλλα είδη του ζωικού βασιλείου, την«κατασκευή ενός πράγματος που δεν υπάρχει, ενός ανθρώπινου είδους το οποίο θα μοιάζει με τα άλλα ζωικά είδη και του οποίου η μόνη ελευθερία θα συνίστατο στη διατήρηση του είδους». (Η. Arendt)
Προς την κατεύθυνση αυτή, έχουν ήδη γίνει τα πιο αποφασιστικά βήματα, με τη διαμόρφωση ενός νέου τύπου ανθρώπου ο οποίοςεσωτερικεύει την καθολική κυριαρχία της μισθωτής δουλείας ως μια αδήριτη «αναγκαιότητα» που υπερβαίνει τη θέλησή του, παραιτείταιαπό το δικαίωμά του να δημιουργεί τον κόσμο, την ιστορία και τον εαυτό του, και έτσι μετασχηματίζεται από ενεργός κινητήρια δύναμη της ιστορίας σε παθητικό ενεργούμενό της:
«Αυτός ο τύπος ανθρώπου έχει υλοποιηθεί ιστορικά: Είναι ο άνθρωπος της σύγχρονης εποχής είναι ο άνθρωπος της μάζας, ο ικανοποιημένος με την ευτελή του μόρφωση, τις ασήμαντες αρετές του, την ευτυχία που του προκαλεί η μέτρια τοξικομανία του… Είναι ένας άνθρωπος αδύναμος, αφοπλισμένος, ευνουχισμένος, απομονωμένος. Είναι ο άνθρωπος της ψυχρής τεχνολογίας και των κομματιασμένων συναισθημάτων. είναι ο άνθρωπος που έχει εξοριστεί μέσα στον εαυτό του. Σχιζοειδικός έξω απ” τους τοίχους του ψυχιατρείου, Σχιζοφρενικός μέσα σ” αυτούς».[R. Jaccard:Η εξορία μέσα μας, Αθήνα, Χατζηνικολή, 1981, σ. 11]
Στον ιστορικό ορίζοντα του ανθρώπου προβάλλει ήδη το φάσμα της στρατοπεδικής κοινωνίας που το πειραματικό της μοντέλο έχει δοκιμαστεί μαζικά με επιτυχία στα εργαστήρια της «ολοκληρωτικής κυριαρχίας» της Εξουσιαστικής Διεθνούς:
Tα στρατόπεδα συγκέντρωσης σε όλη την έκταση του πλανήτη, στη Δύση και την Ανατολή, υπήρξαν τα πειραματικά εργαστήρια στα οποία διαμορφώθηκε το εξουσιαστικό προείκασμα του αποτρόπαιου κοντινού μέλλοντος της ανθρώπινης κοινωνίας η οποία θα συντίθεται από μια ομοιογενή μάζα ανιστορικών ανθρωποειδών, προγραμματισμένων να μην παρεκκλίνουν ποτέ από τον «κανόνα»: Ένα άθυρμα από ιδεώδεις «μέσους πολίτες-υπηκόους» για τους οποίους δεν έχει καμιά σημασία εάν φορούν την ομοιόμορφη στολή των φυλακισμένων ή εάν βολεύονται με ένα συμβατικό ζουρλομανδύα.
Με όλο και πιο γοργούς ρυθμούς, η κτηνωδία της οργανωμένης «νόμιμης βίας» προβάλλει ως το αποκρουστικό πρόσωπο μιας «ποιοτικής» αναπαλαίωσης της εξουσίας όπως διαμορφώνονταν στην περίοδο του μεσοπολέμου. Μόνο που «ο φασισμός που θα έλθει δεν θα λέγεται πια φασισμός». [Γ. Λυκιαρδόπουλος: Η έσχατη στράτευση,Αθήνα, Υψιλον, 1985, σ. 66]
Kάθε πολιτισμός συνθέτει τα στοιχεία που τον χαρακτηρίζουν μ’ ένα εντελώς ιδιαίτερο και μοναδικό τρόπο. Και συντίθεται απ” αυτά.
Μέχρι σήμερα, όλοι οι προϋπάρξαντες πολιτισμοί οικοδομούσαν τους Παρθενώνες και τους Γοτθικούς τους υπό την εποπτεία των αρχιτεκτόνων και των καλλιτεχνών τους, για τη δόξα των ανθρώπων ή των θεών τους.
Σήμερα, ο «πολιτισμός» οικοδομεί τα δικά του μνημεία (τις φάμπρικες, τις φυλακές, τα ψυχιατρεία, τις φυλακές-ψυχιατρεία, τα Άουσβιτς, τα Γκουλάγκ, τα Γκουαντάναμο και τις συνεχώς διογκούμενες ζώνες φτώχειας) προς δόξα της εξουσίας.
Μέχρι σήμερα, όλοι οι προϋπάρξαντες πολιτισμοί ήταν θεμελιωμένοι στην καταπίεση, αλλά μέσα από τη διανοητική τους δημιουργία έθεταν το αίτημα της ελευθερίας και το διατηρούσαν ζωντανό στο φαντασιακό τους σύμπαν.
Σήμερα, ο «πολιτισμός» είναι θεμελιωμένος στην καταπίεση και μέσα από την ψυχοδιαλυτική του «δημιουργία» εκμηδενίζει κάθε απελευθερωτικό όραμα, επιβάλλοντας την εσωτερίκευση της δουλείας.
«Όλες oι τέχνες δημιουργούν αριστουργήματα. Η τέχνη της διακυβέρνησης των ανθρώπων δημιουργεί μόνο τέρατα»,προειδοποιούσε την ανθρωπότητα ο Saint Just από το βήμα της Συντακτικής Συνέλευσης στις 24-4-1793.
Δυο αιώνες αργότερα, η ανθρωπότητα καλείται να πληρώσει το τίμημα της ιστορικής της κωφότητας, διαπιστώνοντας έκπληκτη ότι η εξουσιαστική διεκδίκηση για την καθολικοποίηση και την οριστικοποίηση της δουλείας, έχει ήδη διατυπωθεί με σαφήνεια από τους εξουσιοφρενείς που ασκούν την «τέχνη της διακυβέρνησης» και έχει σκιαγραφηθεί με ακρίβεια από τους τεχνικούς του Ολοκληρωτισμού.
Η καθολικοποίηση της κυριαρχίας και η στρατοπεδική κοινωνία, μια επιδίωξη προς την οποία τείνουν οι επιλογές των εξουσιοφρενών παλιάτσων που διαχειρίζονται την εξουσία σε πλανητικό πεδίο, προϋποθέτει την μετάπλαση του ανθρώπου σε Πράγμα.
Αποτιμώντας τον Χίτλερ
«[Ο Χίτλερ] Τριάντα χρόνια δεν είναι παρά ένας μυστήριος αποτυχημένος. Και ξαφνικά μεταμορφώνεται σε τοπική πολιτική μορφή και εξελίσσεται σε άνθρωπο με τον οποίο θα ασχοληθεί η παγκόσμια πολιτική».
Sebastian Haffner,
Anmerkungen zu Hitler (Σημειώσεις για τον Χίτλερ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου